
Δημήτρης Κωνσταντάρας: «Η Μύκονος που δεν γνώρισα»
Ο συγγραφέας, δημοσιογράφος και τέως βουλευτής, περιγράφει την απίθανη περιπέτεια που έζησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ως μέλος του μουσικού γκρουπ «Radishes», πάνω σε ένα κρουαζιερόπλοιο με προορισμό τη Μύκονο.
-
07.07.2021 Mykonos Post
Γράφει ο Δημήτρης Κωνσταντάρας
Έψαξα κοντά δυο ώρες για να ικανοποιήσω την πρόσκληση του φίλου Μαρίνου Βυθούλκα να του γράψω ένα –ας πούμε- χρονογράφημα για την «Μύκονο που γνώρισα». Κι αυτό γιατί «κάπου», χωμένες σε κάποια κιτάπια, κάποια συρτάρια που κρύβουν ενθύμια μιας ζωής, υπήρχαν τρεις φωτογραφίες μου στα στενά της Μυκόνου, παρέα με τα υπόλοιπα «Ραπανάκια». Αυτό ήταν το όνομα ενός «γιεγιέδικου» συγκροτήματος, όπως τα αποκαλούσαν τότε στα τέλη του ΄60, αρχές του ΄70, τα μουσικά γκρουπάκια που έφτιαναν νεαρά παιδιά, κυρίως φοιτητές, για να παίξουν τη μουσική της εποχής. Κι αν ήταν τυχεροί, να βρουν και μια δουλειά για το χαρτζιλίκι τους. Εγώ την είχα αυτή την τύχη και παρέα με τον Κωνσταντίνο Λυγνό, το Χάρη Φωτιάδη και τον Κώστα Ιωσηφίδη φτιάξαμε τα «Ραπανάκια». Στα Αγγλικά, «Radishes». Και δεν είχαμε καθόλου κακή πορεία. Δισκογραφία δεν κάναμε, «σουξέ» δεν βγάλαμε αλλά παίξαμε τόσο πολύ που το χάρηκε η καρδιά μας. Ο Κωνσταντίνος μάλιστα έκανε και καριέρα στη μουσική, έκανε σπουδές, έγραψε πολλά, «πέρασε» αργότερα σε άλλο επίπεδο.

“Παρέα με τον Κωνσταντίνο Λυγνό, το Χάρη Φωτιάδη και τον Κώστα Ιωσηφίδη φτιάξαμε τα «Ραπανάκια». Στα Αγγλικά, «Radishes». Δισκογραφία δεν κάναμε, σουξε δεν βγάλαμε αλλά παίξαμε τόσο πολύ που το χάρηκε η καρδιά μας”
Η πρόταση του Γιάννη Βογιατζή
Τότε όμως, τέλη του 1968, ψάχναμε για κάποιες δουλίτσες. Και ο καλός φίλος , ο περίφημος τραγουδιστής Γιάννης Βογιατζής, μας βρήκε ένα καλό «εξτραδάκι» μια δουλειά, σ΄ ένα κρουαζιερόπλοιο που θα έκανε ένα ταξιδάκι/κρουαζιέρα στις Κυκλάδες. Δεν θυμάμαι ούτε το όνομα του πλοίου, θυμάμαι όμως ότι ήταν ένα «μικρό» κρουαζιερόπλοιο αλλά πολυτελέστατο και έκανε διήμερες, μέχρι και 4ήμερες «βόλτες». Και οι επιβάτες , ξένοι κυρίως αλλά και αρκετοί Έλληνες, θα είχαν κάθε βράδυ, χορευτικά πάρτυ σε μια καταπληκτική αίθουσα μπαρ/ εστιατορίου του πλοίου.Έτσι, μαζέψαμε τα «κλαπατσίμπαλα» όπως τα έλεγε ο πατέρας μου, τα φορτώσαμε στο πλοίο και… «μπαρκάραμε». Αν θυμάμαι καλά, Τετάρτη, ένα Αυγουστιάτικο απόγευμα. Ξεπερνώντας τις πολλές-πολλές λεπτομέρειες του «φορτώματος» και της τοποθέτησης των μηχανημάτων στο μεγάλο σαλόνι αλλά και της πρώτης δοκιμής για να ακούσουμε ήχο και να δούμε εάν όλα πήγαιναν καλά, περνάω και στο προκείμενο.
Η αρχή της περιπέτειας
Απόπλους – Άνδρος- Σύρος –Τήνος- Μύκονος- Πειραιάς το δρομολόγιο. Τέσσερις διανυκτερεύσεις στο πλοίο σε μια τρομερή 4κλινη καμπίνα , 4 μουσικές βραδιές και 4 αποβιβάσεις στα νησιά. Ήμασταν όλοι ενθουσιασμένοι και για τη δουλειά και για το ταξίδι αλλά κυρίως για τη Μύκονο όπου μόνον ο ένας είχε ξαναπάει. Οι άλλοι τρεις –εμού συμπεριλαμβανομένου- είχαμε πάει και στην Άνδρο και στη Σύρο και στην Τήνο. Ποτέ στη Μύκονο. Στο νησί όπου ο τουρισμός είχε αρχίσει να «οργανώνεται» γρηγορότερα από τα άλλα νησιά . Η Μύκονος είχε αρχίσει να γίνεται διεθνώς γνωστή, καλλιτέχνες, προσωπικότητες κάθε χώρου, πρίγκηπες , γυμνιστές και …χίππιδες.Έχω ξεχάσει τους σταθμούς μας στην Άνδρο και τη Σύρο και την Τήνο. Δεν κατεβήκαμε καν γιατί –αν θυμάμαι καλά- το κρουαζιερόπλοιο δεν «έδενε» – τουλάχιστον στην Άνδρο και την Σύρο – , οι επισκέπτες έβγαιναν με βάρκες και η παραμονή δεν ήταν μεγάλη.
“Στο κατάστρωμα, κολλημένοι στην κουπαστή, βλέπαμε το πλοίο να πλησιάζει, το νησί να διαγράφεται, τα νησιώτικα χρώματα να μας τυφλώνουν με τις ανταύγειες του ήλιου”

Αλλά στη Μύκονο θα μέναμε περίπου πάνω από τέσσερις ώρες . Κάναμε όνειρα και ο ένας μας πού είχε ξαναπάει, μας μιλούσε για τις «9 Μούσες» και το «Μύκονος Μπαρ», που ,όπως μας έλεγε, γινόταν χαμός. Στο κατάστρωμα, κολλημένοι στην κουπαστή, βλέπαμε το πλοίο να πλησιάζει, το νησί να διαγράφεται, τα νησιώτικα χρώματα να μας τυφλώνουν με τις ανταύγειες του ήλιου και…. με τον αέρα να «σηκώνεται». Και ξαφνικά, ακούσαμε την ανακοίνωση από τα μεγάφωνα: « Σας ενημερώνουμε ότι σύμφωνα με το μετεωρολογικό δελτίο, οι άνεμοι που επικρατούν στην περιοχή φτάνουν αυτή τη στιγμή τα 4,5 μποφόρ και πολύ σύντομα, θα ξεπεράσουν τα 5. Το πλοίο δεν μπορεί να «δέσει» στο λιμάνι. Όσοι ενδιαφέρονται να αποβιβαστούν, θα χρησιμοποιήσουν βάρκες και η παραμονή τους δεν θα ξεπεράσει τις δυο ώρες». Ή κάπως έτσι δηλαδή ήταν η ανακοίνωση.Πολύ σύντομα, το πλοίο έριξε άγκυρα στα ανοιχτά, βάρκες το περικύκλωσαν σχεδόν αμέσως και άρχισε μια κωμικοτραγική «επιβίβαση». Οι βάρκες κουνιόντουσαν πάνω-κάτω και δεξιά-αριστερά, το να ανέβεις στη βάρκα ήταν μια πραγματική περιπέτεια με κίνδυνο να βρεθείς στη θάλασσα. Χρειάστηκε μισή ώρα για να «γεμίσουν» τρεις βάρκες, η μία μόνο μηχανοκίνητη, είχε ξεκινήσει για την αποβάθρα και οι άλλες δυο, χτυπιόντουσαν στο πλοίο και δεν «ξεκολλούσαν» γιατί… γιατί έτσι, μόνο οι βαρκάρηδες ήξεραν. Ο αέρας σηκωνόταν, τα κύματα φούσκωναν, οι υπόλοιπες βάρκες απομακρύνθηκαν από το πλοίο και έφυγαν προς το λιμάνι.
“Η αποβίβαση στη Μύκονο δεν έγινε εφικτή. Ποτέ. Οι επιβάτες των δυο βαρκών ξανανέβηκαν φοβισμένοι στο πλοίο, ο αέρας δυνάμωνε, οι ανακοινώσεις έρχονταν η μία μετά την άλλη”

Η αποβίβαση στη Μύκονο δεν έγινε εφικτή. Ποτέ. Οι επιβάτες των δυο βαρκών ξανανέβηκαν φοβισμένοι στο πλοίο, η τρίτη που είχε φύγει πρώτη επέστρεψε δέκα λεπτά αργότερα, ο αέρας δυνάμωνε, οι ανακοινώσεις έρχονταν η μία μετά την άλλη. Όλα είναι αρκετά μπερδεμένα στο μυαλό μου: Τι έλεγαν οι ανακοινώσεις, γιατί γυρνούσαν οι βάρκες, γιατί φοβόντουσαν οι επιβάτες, γιατί φοβόταν ο πλοίαρχος….Τα χρόνια που ακολούθησαν, πήγα πολλές φορές στην Άνδρο και στη Σύρο και στην Τήνο και σε άλλα νησιά αλλά καμία στη Μύκονο. Δεν ξέρω γιατί. Για μένα η Μύκονος έμεινε ως «Η Μύκονος που δεν γνώρισα». Ποιος ξέρει. Ίσως τώρα.