Γιάννης Γαλάτης: «Μακάρι όλα τα νησιά να είχαν έναν Γαλάτη, να τα κάνει διαμάντια, όπως έκανα εγώ τη Μύκονο»
Η ιστορία του σχεδιαστή θυμίζει παραμύθι, με εκείνον να μοιράζεται με το Mykonos Post άγνωστες πτυχές της περιπετειώδους ζωής του, όπως την ημέρα που έκανε την παρουσίαση της κολεξιόν του μέσα σε βάρκες στον Γιαλό. Ο Γιάννης Γαλάτης μιλάει για τις προσωπικότητες του διεθνούς jet set που έφερε στο νησί και εξηγεί τους λόγους που η σημερινή Μύκονος, δεν είναι πλέον το ασπρονήσι που λάτρεψε.
Ο Γιάννης Γαλάτης γεννήθηκε στην Αθήνα και ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Ο πατέρας του, Παναγιώτης και η μητέρα του, Κατερίνα, ήταν Μυκονιάτες. Ο ίδιος, μεγάλωσε μεταξύ Αθήνας και Μυκόνου, αλλά η αγάπη του για το νησί των ανέμων ήταν πάντα μεγαλύτερη. Σήμερα, συνεχίζει να ζει μεταξύ Αθήνας και Μυκόνου, καθώς περνά έξι μήνες στην πρωτεύουσα και τους υπόλοιπους έξι, στο νησί.
σχεδιαστής γεννήθηκε αρκετά χρόνια πιο μετά, μέσα σε ένα καΐκι.
Δεξιά: Η μητέρα του μαζί με τα αδέρφια του, πριν γεννηθεί ο ίδιος και ο δίδυμος αδερφός του.
“Οι μεγαλύτεροι δημοσιογράφοι μόδας, μού έκαναν μεγάλα αφιερώματα. Η Ελληνίδα εκδότρια και δημοσιογράφος Ελένη Βλάχου με ονόμασε πολυταλαντούχο και με βοήθησε να εμφανιστώ σε πολλά ελληνικά και ξένα έντυπα”.
«Μου αρέσει να με λένε και Μυκονιάτη ζωγράφο, όχι μόνο σχεδιαστή»
Ο Γιάννης Γαλάτης, όταν ήταν παιδί, αγαπούσε πολύ τις Τέχνες, αλλά κυρίως τη ζωγραφική. Μάλιστα, από μικρός συνήθιζε να μαζεύει πέτρες, βότσαλα ή ξύλα από τις παραλίες και να τα ζωγραφίζει. Πολλές φορές, έπαιρνε τα εργάκια του (όπως επιμένει να τα λέει ακόμα και σήμερα), έστηνε έναν πάγκο στον Γιαλό και τα πουλούσε. Κάπως έτσι έβγαλε το πρώτο του χαρτζιλίκι. «Η αγάπη μου για την Τέχνη ήταν πάντα μεγάλη. Μικρός, είχα όνειρο να γίνω ζωγράφος. Δυστυχώς όμως, εκείνη την εποχή στη Μύκονο, οι άνθρωποι δεν αγόραζαν πίνακες, αλλά ρούχα. Τώρα πια, έχω αρχίσει να ζωγραφίζω ξανά. Μου αρέσει να με λένε και Μυκονιάτη ζωγράφο, όχι μόνο σχεδιαστή», εξομολογείται στο Mykonos Post.
Στην πορεία, ανακάλυψε το ταλέντο του αλλά και το πάθος του για τη μόδα. Οι τέσσερις αδερφές του είχαν το δικό τους ατελιέ και η μητέρα του κεντούσε μυκονιάτικα υφαντά. Με τη δική τους βοήθεια, σε ηλικία 18 ετών είχε ήδη μάθει να σχεδιάζει ρούχα και να κάνει τα πρώτα του βήματα στον χώρο της μόδας. «Το πρώτο μου μαγαζί στη Μύκονο το άνοιξα σε ηλικία 18 χρονών, όταν ο Μπόνης, ένας σπουδαίος καπετάνιος, με λυπήθηκε και μου έδωσε μια μικρή αποθήκη για να την κάνω μπουτίκ. Σχεδόν άμεσα κυκλοφόρησα την πρώτη μου κολεξιόν, η οποία πήγε πάρα πολύ καλά και έτσι ξεκίνησα να μπαίνω δυναμικά στον απαιτητικό χώρο της μόδας», εξηγεί. Τη δεκαετία του ΄60 άρχισε να κάνει αισθητή την παρουσία του, ενώ τη δεκαετία του ’70, αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα ονόματα στον χώρο της μόδας, καθώς έντυνε τις περισσότερες διάσημες κυρίες της εποχής.
Δεξιά: Ο Γιάννης Γαλάτης μόλις 18 ετών, ποζάρει με θέα τον Άγιο Χαραλάμπη
“Φιλοξένησα την αυτοκράτειρα Σοράγια μαζί με τις φίλες της στη Μύκονο, ήρθε η Μελίνα Μερκούρη, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Τζάκι Κένεντι. Γνώριζα πολλές γυναίκες, οι οποίες έγιναν φίλες μου”.
«Είναι πολλές οι προσωπικότητες που έχω φέρει στο νησί»
Η αυτοκράτειρα Σοράγια, η Γκρέις Κέλι, η Ρίτα Χέιγουορθ, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Ίνγκριντ Μπρέργκμαν, η Τζούλι Κρίστι, η Τζάκι Κένεντι, ο Γεχούντι Μενουχίν είναι ορισμένα από τα διάσημα ονόματα που έχουν φορέσει δημιουργίες του Γιάννη Γαλάτη. Φυσικά, σε αυτή τη λίστα δεν θα μπορούσαν να μην υπάρχουν και ελληνίδες, όπως η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παπά, η Βίκυ Λεάνδρος, ενώ στενές σχέσεις είχε με τη Σοφία Βέμπο, τη Μαρία Κάλλας τον Σταύρο Νιάρχο και τον Αριστοτέλη Ωνάση. Μάλιστα, πολλούς από αυτούς, τους έφερε στη Μύκονο.
«Με τις γνωριμίες που απέκτησα, διοργάνωνα δεξιώσεις στο νησί, οι οποίες άφησαν εποχή και γράφτηκαν στα μεγαλύτερα κοσμικά περιοδικά του κόσμου. Οι μεγαλύτεροι δημοσιογράφοι μόδας, μού έκαναν μεγάλα αφιερώματα. Η Ελληνίδα εκδότρια και δημοσιογράφος Ελένη Βλάχου με ονόμασε πολυταλαντούχο και με βοήθησε να εμφανιστώ σε πολλά ελληνικά και ξένα έντυπα. Μου έδωσε, έναν επιπλέον αέρα, αλλά και το θάρρος για να δημιουργώ νέα πράγματα. Φιλοξένησα την αυτοκράτειρα Σοράγια μαζί με τις φίλες της στη Μύκονο, ήρθε η Μελίνα Μερκούρη, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, η Τζάκι Κένεντι. Γνώριζα πολλές γυναίκες, οι οποίες έγιναν φίλες μου και πάντα επέστρεφαν στο νησί με τους άντρες τους, που ήταν εφοπλιστές. Είναι πολλές οι προσωπικότητες που έχω φέρει στο νησί και, πιστεύω, πως βοήθησα να έρθει καλός κόσμος στη Μύκονο, διότι στην αρχή οι περισσότεροι επισκέπτονταν κυρίως τη γειτονική Δήλο», λέει με ειλικρίνεια ενώ μοιράζεται και μία σκέψη που έχει για το προσεχές μέλλον: «Σκέφτομαι να κάνω και μια συλλεκτική κολεξιόν, με τα φορέματα που δημιούργησα για όλες τις διάσημες γυναίκες του κόσμου. Πολλοί, με φώναζαν Μύδα. Έλεγαν “Ο Γαλάτης πιάνει ακαθαρσίες στα χέρια του και γίνονται χρυσάφι”. Είμαι πολύ ευτυχισμένος για όλη την αγάπη που έχω εισπράξει και θέλω να συνεχίσω να παρουσιάζω στον κόσμο ενδιαφέροντα πράγματα, ακόμη και σήμερα».
“Πήρα δεκαπέντε βάρκες από τον Γιαλό της Μυκόνου και έκανα εκεί την παρουσίαση της κολεξιόν μου, μέσα στη θάλασσα. Κάθε βαρκούλα είχε και ένα μανεκέν όρθιο. Από εκεί, οι βάρκες πήγαν στη Μικρή Βενετία. Ήταν ένα υπέροχο σκηνικό”.
«Δεν καβάλησα ποτέ το καλάμι»
Με κάθε τρόπο προσπαθούσε να διαφημίζει τη Μύκονο. Είτε μέσα από τις κολεξιόν του είτε μέσα από γνωριμίες, κύριο μέλημά του ήταν να μάθει ο κόσμος για αυτό το μικρό νησάκι, στην καρδιά των Κυκλάδων. Άλλωστε, εκεί έζησε και έφτιαξε το πρώτο του μαγαζί. Εκεί γνώρισε μερικούς από τους σημαντικότερους ανθρώπους της εποχής του. Και όλα αυτά, τα κατάφερε με το ταλέντο του αλλά και το ξεχωριστό του ταπεραμέντο, γιατί ήταν πάντα ένας πολύ αγαπητός και ευγενικός άνθρωπος. «Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να διαφημίζω το νησί μου και φυσικά εμένα τον ίδιο, τη δουλειά μου. Ήθελα να κερδίζω χρήματα, αλλά όχι για τον εαυτό μου. Είμαι ένας πολύ απλός άνθρωπος. Δεν καβάλησα ποτέ το καλάμι, ούτε έπαθα έπαρση. Αλλά ήμουν και πολύ καλός. Μπορούσα ένα ταπεινό, απλό υφαντό να το κάνω haute couture (υψηλή ραπτική), να το κάνω μόδα. Ο Dior, που είχε έρθει στο νησί, μου είχε πει ότι θα γίνω διάσημος. Με καμάρωναν όλοι. Τους είχα ξετρελάνει με την πρωτοτυπία μου. Για αυτό το λόγο, αποφάσισα στο σπίτι μου, που μετέπειτα έγινε και το μαγαζί μου, στην πλατεία της Μαντώς, να δημιουργήσω μπροστά έναν ειδικό χώρο, προκειμένου να με επισκέπτονται οι άνθρωποι που με αγαπούν, που θέλουν ένα αυτόγραφό ή μία φωτογραφία. Είμαι πάντα στη διάθεσή τους, εκτός από τις δύο τελευταίες χρονιές, γιατί φοβόμουν την καταραμένη αυτή αρρώστια που επικρατεί σε όλον τον κόσμο. Τώρα ακούω ότι πλησιάζει το τέλος της. Εύχομαι να είναι αλήθεια και να τελειώσει αυτό το μαρτύριο».
Δεξιά: Πορτρέτο του Γιάννη Γαλάτη από τη νεαρή του ηλικία.
Σε αυτό το σημείο, αναρωτιέμαι αν έκανε μια κίνηση που να προκάλεσε αίσθηση και κους κους στο νησί των ανέμων; «Έκανα δύο μικρά πράγματα που όντως προκάλεσαν αίσθηση. Ειδικά όταν πήρα δεκαπέντε βάρκες από τον Γιαλό της Μυκόνου και έκανα εκεί την παρουσίαση της κολεξιόν μου, μέσα στη θάλασσα. Κάθε βαρκούλα είχε και ένα μανεκέν όρθιο. Από εκεί, οι βάρκες πήγαν στη Μικρή Βενετία. Ήταν ένα υπέροχο σκηνικό. Άλλη μια φορά, υπήρχαν στη Μύκονο τέσσερις άμαξες. Πήρα λοιπόν τις άμαξες και έβαλα τις κοπέλες να κάνουν βόλτα την παραλία της Μυκόνου με τις δημιουργίες μου», λέει γελώντας στο Mykonos Post.
«Έχω κλάψει πικρά. O Τζώρτζης Μονογυιός, ήταν ανιψιός μου»
Η οικογένεια έπαιξε σημαντικό ρόλο τόσο στην προσωπική, όσο και στην επαγγελματική του πορεία. Η μητέρα του με τις τέσσερις αδελφές του, τον στήριξαν από την αρχή και χάρη σε εκείνες, κατάφερε να χτίσει μία εξαιρετικά επιτυχημένη καριέρα, ως ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες σχεδιαστές. «Είμαι περήφανος που τις είχα, γιατί με βοήθησαν να γίνω ένας σπουδαίος σχεδιαστής μόδας», εξομολογείται. Μέλος της μεγάλης οικογένειάς του, ήταν και ο Τζώρτζης Μονογυιός, ο επιχειρηματίας, που πριν μερικούς μήνες έχασε τη ζωή του στην άσφαλτο. «Ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή για εμένα. Έχω κλάψει πικρά. Έφυγε από τη ζωή ο Τζώρτζης Μονογυιός, ο οποίος ήταν ανιψιός μου. Η μητέρα του η Ελένη, είναι ξαδέρφη μου. Ήταν ένα λαμπρό παιδί, που κάποτε το βοήθησα να παίξει σε ένα γνωστό show στην τηλεόραση. Μπορεί να μην ήμουν πολύ κοντά με την οικογένεια, διότι εγώ βρισκόμουν σε έναν δικό μου κόσμο και εκείνοι στον δικό τους, αλλά πάντα τους έβρισκα αξιαγάπητους. Τους αγαπούσα, με αγαπούσαν και θα είμαστε για πάντα συγγενείς».
“Το νησί έχασε την αθωότητά του, δεν είναι πια το χαϊδεμένο μας νησάκι, με τα παραμυθένια ακρογιάλια. Ίσως φταίω και εγώ, που με την αγάπη μου για το νησί μου, το έκανα διάσημο σε όλο τον κόσμο”.
«Η Μύκονος δεν είναι πια το ασπρονήσι που θυμάμαι»
Ο γνωστός σχεδιαστής έζησε σε μία Μύκονο πολύ διαφορετική από τη σημερινή. Σύμφωνα με τα δικά του βιώματά, έγραψε το τραγούδι, «Καλημέρα ασπρονήσι», μέσα από το οποίο υμνούσε το νησί του. Άραγε, η Μύκονος είναι ακόμη το ασπρονήσι που θυμάται; «Προσπάθησα να γράψω και να τραγουδήσω για το νησί μου, που τόσο πολύ αγαπούσα και αγαπώ. Το τραγούδι μου, “Καλημέρα Ασπρονήσι”, ξεπέρασε τα όρια της χώρας και ακουγόταν σε κάθε μέρος του κόσμου. Παρόλο που έζησα και δημιούργησα την belle epoque της Μυκόνου, δυστυχώς το νησί έχει γίνει πλέον μια τουριστική πόλη. Πώς να αντέξει όλα αυτά τα ξενοδοχεία και τις επιχειρήσεις που δημιουργούνται και δεν τα σταματά κανείς; Πού θα χωρέσουν όλα αυτά τα αυτοκίνητα και όλος αυτός ο κόσμος; Λυπάμαι πολύ. Το νησί έχασε την αθωότητά του, δεν είναι πια το χαϊδεμένο μας νησάκι, με τα παραμυθένια ακρογιάλια. Ίσως φταίω και εγώ, που με την αγάπη μου για το νησί μου, το έκανα διάσημο σε όλο τον κόσμο. Ωστόσο, έχω προσπαθήσει να σώσω ό,τι μπορώ στον τόπο μου. Έχτισα εκκλησίες, περιστερώνες, διατήρησα τα σπίτια μου παραδοσιακά και αγόρασα γη για να τη σώσω. Όλα μου τα σπίτια είναι μουσεία, καθώς έχουν φτιαχτεί σύμφωνα με την άψογη αρχιτεκτονική του νησιού. Όμως, η απληστία τώρα πια ξεπέρασε τα όριά της και έχει κάνει τους ανθρώπους αγνώριστους. Κάτι που επίσης με θλίβει βαθιά, είναι το γεγονός πως οι αργαλειοί, που έκαναν την ελληνική μόδα να κατακτήσει την Αμερική και όλη την Ευρώπη και κατάφεραν να φέρουν όλες τις διάσημες γυναίκες του κόσμου στη Μύκονο για να τις ράψω, δεν υπάρχουν πλέον. Η Μύκονος δεν είναι πια το ασπρονήσι που θυμάμαι», παραδέχεται ο Γιάννης Γαλάτης.
Παρόλο που η σημερινή εικόνα του νησιού τον έχει φανερά απογοητεύσει, εκείνος συνεχίζει να παλεύει για τον τόπο του με κάθε τρόπο. Μάλιστα, σκοπεύει να δώσει το σπίτι της προγιαγιάς του στην Άνω Μερά για να γίνει μουσείο. «Της μητέρας μου το σόι ήταν από την Άνω Μερά, ενώ του πατέρα μου από τη Χώρα. Το σπίτι της προγιαγιάς μου στην Άνω Μερά σκοπεύω να το κάνω μουσείο, ένα μουσείο που θα ανοίξει με λαμπρότητα. Αυτό ήταν ένα μεγάλο μου όνειρο. Πάντα έκανα δημιουργικά πράγματα, με πολλή αγάπη, τα οποία θέλω να μείνουν για πάντα. Είμαι τυχερός που γεννήθηκα και αφιέρωσα τη ζωή μου για το καλό του τόπου μου. Μακάρι όλα τα νησιά να είχαν έναν Γαλάτη, να τα κάνει διαμάντια, όπως έκανα εγώ τη Μύκονο».