
Κωνσταντίνος Δρούλιας- Droulias Brothers: «Ξεκινήσαμε τη μουσική μας πορεία από τα πανηγύρια της Μυκόνου»
Ο Κωνσταντίνος Δρούλιας, ο μεγαλύτερος αδελφός του μουσικού διδύμου Droulias Brothers μοιράζεται με το Mykonos Post τις αναμνήσεις από το χωριό του, την Άνω Μερά, όσα βίωσε στα μυκονιάτικα πανηγύρια, που ξεκίνησε το «ταξίδι» της καριέρας τους, αλλά και το μεγάλο διάστημα που έζησε στο νησί των ανέμων εξαιτίας της καραντίνας.
-
14.03.2022 Γεωργία Περιμένη
Με καθαρόαιμο νησιώτικο ταπεραμέντο, με ρίζες από τη Μύκονο και την Κρήτη, ο Κωνσταντίνος και ο Ηλίας Δρούλιας είναι δυο νέα παιδιά που αποφάσισαν να ασχοληθούν με την παραδοσιακή μουσική. Την ώρα που οι συμμαθητές τους στο σχολείο άκουγαν Eminem και pop, εκείνοι κινούνταν στους ρυθμούς του Βαγγέλη Κονιτόπουλου και άλλων καλλιτεχνών της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Τους άρεσε να τραγουδούν και έμαθαν να παίζουν λύρα. Ξεκίνησαν τη μουσική τους πορεία από τα πανηγύρια της Μυκόνου και έφτασαν να γίνουν γνωστοί σε όλη την Ελλάδα, με εμφανίσεις στην τηλεόραση και συνεργασίες με μεγάλους Έλληνες καλλιτέχνες. Εκτός από την παραδοσιακή μουσική, έχουν μια ακόμη μεγάλη αγάπη: Το νησί της Μυκόνου και συγκεκριμένα την Άνω Μερά, όπου πέρασαν κάποια από τα πιο ανέμελα και αξέχαστα καλοκαίρια που θυμούνται, δίπλα στην Ανωμερίτισσα γιαγιά τους.
Ο Κωνσταντίνος Δρούλιας, ο μεγαλύτερος αδελφός του μουσικού διδύμου μιλά στο Mykonos Post για όλα όσα θυμάται από τα παιδικά του χρόνια στο νησί της Μυκόνου, για την «ανατριχίλα» που ένιωθε στο ξεκίνημα της καριέρας τους, όταν τραγουδούσε στα μυκονιάτικα πανηγύρια, αλλά και για τον χειμώνα που πέρασε στη Μύκονο.

Ποια είναι η σχέση σου με τη Μύκονο; Κατάγεσαι από το νησί;
ΟΙ γονείς μας είναι από τη Μύκονο. Η μια μας γιαγιά καταγόταν από τη Χώρα της Μυκόνου και η άλλη από την Άνω Μερά. Από την άλλη, ο ένας μας παππούς ήταν από τα Καλάβρυτα και ο άλλος από την Κρήτη. Εγώ και ο αδελφός μου μεγαλώσαμε και σπουδάσαμε στην Αθήνα. Αγαπάμε πάρα πολύ το νησί και σαν παιδιά ερχόμασταν συνέχεια σε περιόδους διακοπών. Για την ακρίβεια, ερχόμασταν, όταν έκλειναν τα σχολεία, τόσο το καλοκαίρι, όσο και κάθε Πάσχα κυρίως, αλλά και τα Χριστούγεννα. Όταν η Μύκονος άδειαζε, εμείς ερχόμασταν.

“Βγαίναμε να τραγουδήσουμε και ανατρίχιαζα από την ενέργεια που παίρναμε από τον κόσμο. Είναι φανταστικό να το νιώθεις και όχι να το κάνεις για τη φήμη και τη δόξα. Πρέπει να καταθέτεις την ψυχή σου την ώρα που τραγουδάς”
Θα σκεφτόσουν να μείνεις μόνιμα στο νησί;
Παρότι έχω ζήσει τη Μύκονο μόνο ως επισκέπτης στις διακοπές μου, έζησα πρόσφατα το νησί ως μόνιμος κάτοικος, καθώς στην πρώτη καραντίνα τον Μάρτιο του 2020 έμεινα στη Μύκονο ενάμιση χρόνο. Για εμένα ήταν κάτι το απολαυστικό. Όλοι μου έλεγαν «τι κάνεις εκεί, δεν βαριέσαι»; Εγώ, όμως, πέρασα φανταστικά. Ήμουν πολύ πιεσμένος και το διάστημα που έζησα στο νησί μου, κοντά στη φύση, αλλά και την ηρεμία που προσφέρει, ήταν φανταστικό.

Τι θυμάσαι πιο έντονα από την παιδική σου ηλικία στη Μύκονο;
Τα καλοκαίρια, όταν μας έπαιρνε η γιαγιά, η Ανωμερίτισσα και πηγαίναμε στο χωριό. Μέναμε μαζί της από τέλος Ιουνίου, μέχρι τέλος Αυγούστου. Παρότι η άλλη μου γιαγιά ήταν από τη Χώρα του νησιού, επειδή είχε αναγκαστεί να δώσει την περιουσία της, δεν πηγαίναμε τόσο στην Χώρα. Είμαστε και νιώθουμε Ανωμερίτες.
Έχω προλάβει τις εποχές που δεν είχαμε αυτοκίνητο. Ήμασταν πάνω στο χωριό στη Μαού και θυμάμαι τη γιαγιά να μας λέει όταν κοβόταν το ρεύμα και αγχωνόμασταν πως στα δικά της χρόνια δεν υπήρχε καν ρεύμα στην Άνω Μερά. Έχω προλάβει επίσης τις «τρομακτικές ιστορίες» που έλεγαν παλιότερα οι Μυκονιάτισσες γιαγιάδες στα παιδιά, ώστε να μην πηγαίνουν σε ένα μέρος. Μπορώ να σας πω για παράδειγμα την ιστορία με τη «στροφή της γουρούνας»: Η γιαγιά μου τότε έλεγε πως υπάρχει σε ένα συγκεκριμένο σημείο μια στροφή στην οποία μόλις περάσεις βγαίνει μια γουρουνίτσα με τα γουρουνάκια της, ώστε να μας φοβίσει και να μην περνάμε από εκεί, γιατί ήταν επικίνδυνα. Όλες αυτές οι ιστορίες είναι ανεκτίμητης αξίας. Θυμάμαι πως πηγαίναμε να μαζέψουμε χόρτα με τη γιαγιά, κάναμε βόλτες, μπάνια στη θάλασσα. Θυμάμαι επίσης να μας φτιάχνουν γλυκά όπως η παραδοσιακή μελόπιτα και άλλες πολλές αξέχαστες στιγμές που πιστεύω πως δεν τις ζει κανείς τώρα τόσο εύκολα.
Η αγαπημένη μου παραλία, αυτή που θυμάμαι πιο έντονα ως παιδί, ήταν η Μερχιά. Είναι στη βόρεια πλευρά του νησιού και επειδή ήταν πολύ κοντά στο σπίτι μας στη Μαού, πηγαίναμε με τα πόδια από ένα δρομάκι που περνά μέσα από το βουνό. Η γιαγιά δεν οδηγούσε, επομένως έπρεπε να πηγαίνουμε κάπου που θα μπορούσαμε να πάμε με τα πόδια. Παίρναμε μαζί μας κολατσιό και τα καλάμια σε περίπτωση που έβγαινε μπροστά μας κάποιο φίδι, όπως μας έλεγε η γιαγιά και πηγαίναμε.

“Ως Droulias Brothers, ξεκινήσαμε από τη Μύκονο και συγκεκριμένα από τα τοπικά πανηγύρια. Εκεί κάναμε τα πρώτα κοινά μουσικά μας βήματα και οφείλω να πω ότι μας στήριξαν πάρα πολύ γνωστές οικογένειες της Μυκόνου”
Ποια εποχή αγαπάς περισσότερο στο νησί της Μυκόνου;
Όταν ήμουν παιδάκι, η Μύκονος τον χειμώνα δεν μου άρεσε ιδιαίτερα. Και αυτό κυρίως διότι δεν είχα φίλους να παίξω και στο σπίτι ψιλοβαριόμουν. Οι γονείς μου φυσικά περνούσαν υπέροχα. Ως ενήλικας, θεωρώ πως ο χειμώνας είναι η ιδανική εποχή να την επισκεφτείς. Και όταν το λέω σε φίλους και γνωστούς, μου απαντούν «είσαι τρελός». Κατά τη γνώμη μου, η Αθήνα πλέον δεν αντέχεται. Έχει πίεση, τρελούς ρυθμούς και πάρα πολύ στρες. Έχω αποφασίσει πως κάποια στιγμή θα μείνω μόνιμα στη Μύκονο. Είναι κάτι που έχω ξεκινήσει να οργανώνω. Η Μύκονος είναι μια κλειστή κοινωνία, με ευγενικούς και φιλόξενους ανθρώπους, που έχουν αναδείξει τον τουρισμό. Ήταν πρωτοπόροι σε αυτό γιατί ήταν από τους πρώτους ανθρώπους που έδειξαν έμπρακτα ότι είναι ανοικτόμυαλοι, καθώς δέχθηκαν τους πάντες, από οποιοδήποτε μέρος, με οποιαδήποτε ταυτότητα.
Τον χειμώνα στη Μύκονο περνάω φανταστικά. Στο διάστημα της καραντίνας που έμεινα εδώ, είχα φτιάξει κήπο με λαχανικά στην αυλή μου και ασχολούμουν με την κηπουρική, ενώ είχα και δικά μου ζώα. Όλα αυτά στην Αθήνα δυστυχώς δεν μπορείς να τα κάνεις. Στην Αθήνα είσαι ένα γρανάζι της μηχανής.
Πως προέξυψε η κοινή μουσική πορεία με τον αδελφό σου, οι Droulias Brothers;
Ουσιαστικά, ως Droulias Brothers, ξεκινήσαμε από τη Μύκονο και συγκεκριμένα από τα τοπικά πανηγύρια. Εκεί κάναμε τα πρώτα κοινά μουσικά μας βήματα και οφείλω να πω ότι μας στήριξαν πάρα πολύ γνωστές οικογένειες της Μυκόνου που οργάνωναν πανηγύρια και μας καλούσαν. Πρέπει να ξέρεις ότι στη Μύκονο τα πανηγύρια τα κάνουν οι οικογένειες κι εκείνες πληρώνουν τα έξοδα.
Δεν είναι καλό λοιπόν να ξεχνάμε από πού ξεκινήσαμε, ό,τι και να έχουμε γίνει. Δεν θα ντραπώ ποτέ να πω ότι ξεκινήσαμε την πορεία μας από τα πανηγύρια της Μυκόνου και είναι κάτι για το οποίο νιώθω υπερήφανος. Τα πανηγύρια αυτά ήταν για εμάς «σχολείο». Είχαν πάρα πολύ κόσμο, οπότε εκεί μάθαμε πώς πρέπει να αλληλεπιδράς με τον κόσμο σε ένα τέτοιο γλέντι. Δυστυχώς, δεν γίνονται πλέον τόσα πανηγύρια όσα γίνονταν παλιά και αυτό είναι κάτι που με στεναχωρεί. Γιατί, κακά τα ψέματα, αυτά είναι ο πολιτισμός μας. Θα μπορούσε και ο Δήμος ενδεχομένως να τα στηρίξει, ώστε να μην χαθούν.
Στη συνέχεια λοιπόν, κάναμε ορισμένες εμφανίσεις στην Αθήνα, αργότερα στην τηλεόραση και γίναμε γνωστοί. Στην πορεία, ηχογραφήσαμε τα δικά μας κομμάτια και μετά επιστρέψαμε στη Μύκονο ως καλλιτέχνες με δισκογραφία, σε παραστάσεις όπως αυτή που έγινε φέτος το καλοκαίρι στο θεατράκι της Λάκκας αλλά και στην Άνω Μερά, στα πλαίσια του Mykonos Art Festival. Το νησί μας ταιριάζει και νιώθουμε τον παλμό του.

“Τον χειμώνα στη Μύκονο περνάω φανταστικά. Στο διάστημα της καραντίνας που έμεινα εδώ, είχα φτιάξει κήπο με λαχανικά στην αυλή μου και ασχολούμουν με την κηπουρική, ενώ είχα και δικά μου ζώα”.
Πώς στραφήκατε στην παραδοσιακή κρητική μουσική, δεδομένου ότι δεν είχατε στενή σχέση με την Κρήτη;
Όντως, δεν είχαμε στενή σχέση. Ωστόσο, οι γονείς μας μάς μεγάλωσαν με παραδοσιακή μουσική. Όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, από τότε που παίρναμε τα Walkman τότε στο σχολείο, άκουγα Κονιτόπουλο, ενώ οι άλλοι μου συμμαθητές Eminem, που ήταν της μόδας τότε. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου δεν γνώριζαν καν τον Βαγγέλη Κονιτόπουλο. Αυτό το γεγονός μας παρότρυνε να ασχοληθούμε ακόμα περισσότερο με την παραδοσιακή μουσική και με τα Κρητικά, που μας άρεσαν πολύ.
Στο Λύκειο λοιπόν, σχετικά μεγάλος, ξεκίνησα να μαθαίνω να παίζω κρητική λύρα. Ήταν δύσκολο, όμως το ήθελα πάρα πολύ, το έβλεπα ακόμη και στον ύπνο μου. Το έβαλα πείσμα και έμαθα. Μαζί με τον αδερφό μου γραφτήκαμε στους παραδοσιακούς χορούς και όταν έμαθα τα δυο-τρία πρώτα τραγούδια είπα στους γονείς μου: «Θα κατέβουμε στη Μύκονο να καλύψουμε τα γλέντια». Στην αρχή απόρησαν, αλλά μας στήριξαν.
Το βασικό πρόβλημα της εποχής μας είναι ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες παίζουν μουσική για να βγάζουν χρήματα. Τα χρήματα είναι ένας πολύ καλός λόγος, όμως δεν πρέπει να είναι ο μοναδικός στόχος. Και εμείς βγάλαμε χρήματα, όμως ποτέ δεν ήταν το μόνο που επιζητούσαμε. Στόχος μας ήταν και είναι να κάνουμε τον κόσμο να περάσει καλά. Βγαίναμε να τραγουδήσουμε και ανατρίχιαζα από την ενέργεια που παίρναμε από τον κόσμο. Είναι φανταστικό να το νιώθεις και όχι να το κάνεις για τη φήμη και τη δόξα. Πρέπει να καταθέτεις την ψυχή σου την ώρα που τραγουδάς.
Ποιες στιγμές ξεχωρίζεις από την μουσική πορεία των Droulias Brothers;
Πολύ σημαντική ήταν η δισκογραφία που κάναμε με τον Βαγγέλη Κονιτόπουλο, που όπως ανέφερα άκουγα από παιδί και προέρχεται από μια οικογένεια με τεράστια παρακαταθήκη. Ήταν πραγματικά τιμή μας. Σημαντική ήταν επίσης η συνεργασία μας με τον Σταμάτη Γονίδη και την Βασιλική Νταντά στη Θεσσαλονίκη, με τον Χρήστο Δάντη, με τον Νίκο Οικονομόπουλο και τον Στέλιο Ρόκκο, με τον Θοδωρή Φέρρη που έχουμε κάνει παραστάσεις, με τον Γιώργο Μαργαρίτη. Μάλιστα, το 2019, είχαμε εμφανιστεί και στα Mad Video Music Awards. Λόγω του κορονοϊού, τα πράγματα έχουν πάει κάπως πίσω και τώρα πρέπει να βάλουμε μπροστά τις «μηχανές» για να επανέλθουμε στην κανονικότητα.

Σχεδιάζετε κάποια εμφάνιση το καλοκαίρι στη Μύκονο;
Εννοείται ότι κάνουμε εμφανίσεις και όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά. Προς το παρόν, δεν έχουμε κλείσει κάτι, ωστόσο λογικά, θα κανονίσουμε κάτι στο πλαίσιο των πολιτιστικών δρωμένων του νησιού.