
Μαρία Ασημομύτη: «Δεν υπάρχει άλλη κοπέλα στη Μύκονο που να παίζει τουμπάκι»
Ίσως είναι η μοναδική γυναίκα στη Μύκονο που παίζει τουμπάκι. Η Μαρία Ασημομύτη, η οποία χαρακτηρίζεται από το πάθος και την αγάπη της για τη μουσική, εξιστορεί στο Mykonos Post όλα όσα την οδήγησαν στο να γίνει σήμερα μία ιδιαίτερα αγαπητή οργανοπαίκτρια του νησιού.
-
29.12.2021 Άννυ Τζαβέλλα
Η Μυκονιάτισα Μαρία Ασημομύτη είναι μια από τις ελάχιστες οργανοπαίκτριες που παίζουν το τουμπάκι, ένα παραδοσιακό όργανο, που θυμίζει τουμπερλέκι και συνοδεύει την τσαμπούνα. Παράλληλα, αγαπά πολύ την κιθάρα, ενώ από μικρή έμαθε να παίζει και μπαγλαμαδάκι. Η μουσική μπήκε από νωρίς στη ζωή της και μέχρι σήμερα τη συντροφεύει σε κάθε της βήμα. Είναι το χόμπι της, αλλά και το πάθος της.

«Όταν ήμουν μικρή, για να απασχολήσω τον εαυτό μου, στράφηκα στη μουσική»
Η Μαρία γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μύκονο. Ως παιδί, αγαπούσε πολύ τη μουσική και θέλησε στην πορεία των σχολικών της χρόνων να μάθει να παίζει αρκετά και διαφορετικά μουσικά όργανα, μεταξύ των οποίων η κιθάρα, το μπαγλαμαδάκι και το τουμπάκι. Άλλωστε, σύμφωνα και με την ίδια, δεν υπήρχαν αρκετές δραστηριότητες για ένα παιδί τον χειμώνα στο νησί, οπότε η μουσική ήταν μια από τις λιγοστές επιλογές. Μια διέξοδος από την ρουτίνα της καθημερινότητας. «Η Μύκονος δεν έχει καμία σχέση το καλοκαίρι με τον χειμώνα. Το καλοκαίρι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε πολύ κόσμο, ενώ τον χειμώνα είμαστε εμείς και εμείς. Αυτό, δυστυχώς, έχει ως αποτέλεσμα να μην υπάρχουν αρκετές δραστηριότητες στο νησί τον χειμώνα, αφενός επειδή είναι ένα μικρό νησί, αφετέρου επειδή η Μύκονος έχει βασιστεί πλέον σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό τη θερινή περίοδο. Ωστόσο, εγώ όταν ήμουν μικρή, για να απασχολήσω τον εαυτό μου, στράφηκα στη μουσική. Στο δημοτικό, ξεκίνησα να μαθαίνω μπαγλαμαδάκι. Θυμάμαι πως κάπου είχα δει αυτό το όργανο, μου τράβηξε το ενδιαφέρον και αποφάσισα πως θέλω να μάθω να παίζω. Μάλιστα, έλεγα συνέχεια στη μητέρα μου πόσο πολύ το επιθυμούσα. Έπειτα, ξεκίνησα να παίζω και κιθάρα. Με λίγα λόγια, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μου άρεσε πάρα πολύ η μουσική», εξηγεί στο Mykonos Post. Τελειώνοντας το δημοτικό, η Μαρία ήξερε να παίζει μπαγλαμαδάκι και κιθάρα. Η μουσική ήταν το χόμπι της και ένα μέσο για να ξεφεύγει από την καθημερινότητα. Ξεκινώντας το γυμνάσιο, έμαθε να παίζει τουμπάκι, παρέα με τον αδερφό της, ο οποίος εκείνη την περίοδο μάθαινε να παίζει τσαμπούνα. «Στα δεκατρία μου χρόνια, αποφασίσαμε με τον αδερφό μου, τον Γιάννη, να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και να παίξουμε μαζί. Τότε ο Γιάννης μάθαινε να παίζει τσαμπούνα και ήθελε κάποιον να τον βοηθήσει με τον ρυθμό (σ.σ: Το τουμπάκι δίνει ρυθμό στην τσαμπούνα). Έτσι, με παρακίνησε να μάθω ώστε να τον βοηθήσω. Αρχίσαμε να παίζουμε μαζί στο σπίτι και το ευχαριστιόμασταν. Έπειτα, πήγαμε να παίξουμε μαζί σε ένα πανηγύρι και τα πήγαμε περίφημα. Ύστερα από τη συγκεκριμένη εμφάνιση, ο κόσμος άρχισε να μας φωνάζει σε εκδηλώσεις και γλέντια για να παίξουμε μουσική. Μετά από λίγο καιρό, ο Γιάννης προσπάθησε να με μάθει τσαμπούνα, αλλά νομίζω πως ήταν αδύνατο! Μου φάνηκε πάρα πολύ δύσκολο, οπότε το άφησα. Το πιο αστείο της υπόθεσης είναι πως με τον αδερφό μου τσακωνόμασταν συνέχεια. Όταν, όμως, μου έλεγε να παίξουμε μουσική, τα ξεχνούσαμε όλα», εξομολογείται η Μαρία στο Mykonos Post.


“Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη μου εμφάνιση ήταν στη Σύρο το 2009, σε μία από τις πανκυκλαδικές συναντήσεις, όπου μαζεύονταν μουσικοί από όλα τα γύρω νησιά. Με τον αδερφό μου, εκπροσωπούσαμε ουσιαστικά το νησί μας”.
«Ο κορονοϊός επηρέασε πολύ τον μουσικό χώρο»
Η Μαρία ξεκίνησε από μικρή ηλικία να πραγματοποιεί εμφανίσεις μαζί με τον αδερφό της τόσο στη Μύκονο, όσο και σε πολλά άλλα κυκλαδίτικα νησιά. Οι δυο τους «ταξίδεψαν» τη μουσική παράδοση της Μυκόνου, έξω από τα σύνορα του νησιού -κάτι που λίγοι έχουν καταφέρει. Θυμάται άραγε την πρώτη της εμφάνιση σε κάποια εκδήλωση; «Αν θυμάμαι καλά, η πρώτη μου εμφάνιση ήταν στη Σύρο το 2009, σε μία από τις πανκυκλαδικές συναντήσεις, όπου μαζεύονταν μουσικοί από όλα τα γύρω νησιά. Αυτές οι συναντήσεις πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο για τρεις μέρες και εμείς εκπροσωπούσαμε ουσιαστικά το νησί μας. Στην αρχή ήμουν πολύ διστακτική, ντρεπόμουν. Ήμουν και πολύ μικρή. Ωστόσο, είχα την υποστήριξη του αδερφού και της μητέρας μου, οπότε ξεπερνούσα τους φόβους μου και πήγαινα να κερδίσω νέες εμπειρίες. Ακολούθησαν πολλές ακόμη εμφανίσεις και σε όλες ήμασταν πολύ καλοί. Είναι όμορφο να δίνεις τον ρυθμό και ο κόσμος από κάτω να χορεύει και να διασκεδάζει», λέει χαρακτηριστικά στο Mykonos Post. Μάλιστα, όταν ήταν δεκατριών ετών, είχε ταξιδέψει στο Στρασβούργο ως καλεσμένη μαζί με τον αδερφό της, για να παίξουν παραδοσιακή μουσική στο Ευρωκοινοβούλιο. «Εκεί που παίζαμε, βλέπαμε τους ευρωβουλευτές με τα κοστούμια τους να σηκώνονται και να χορεύουν. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό», προσθέτει. Ενώ ακολούθησαν πολλές εκδηλώσεις, γλέντια και πανηγύρια, στα οποία η Μαρία συμμετείχε ως μουσικός, τα τελευταία χρόνια όλα αυτά μειώθηκαν δραματικά. Ο κορονοϊός έκανε την εμφάνισή του και τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο. «Οι εμφανίσεις μας μειώθηκαν αρκετά λόγω κορονοϊού αλλά και διαφόρων υποχρεώσεων. Τελευταία φορά θυμάμαι μας είχαν καλέσει πριν από δύο χρόνια στη Σαντορίνη σε ένα πανηγύρι και είχαμε πάει μαζί με τον Γιάννη να παίξουμε. Επίσης, το περασμένο καλοκαίρι παίξαμε σε εκδήλωση μιας ομάδας χορού εδώ στο νησί. Ο κορονοϊός επηρέασε πολύ τον μουσικό χώρο. Δεν πραγματοποιούνταν γλέντια και πανηγύρια, οπότε υπήρχε μεγάλη αδράνεια».


“Οι γονείς μου δεν ασχολούνταν με τη μουσική. Δεν ξέρω πώς προέκυψε να ασχοληθώ και εγώ και ο αδερφός μου. Παρόλα αυτά, θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό να αναδεικνύουμε τη μουσική παράδοση του τόπου μας”.
«Είναι πολύ σημαντικό να αναδεικνύουμε τη μουσική παράδοση του τόπου μας»
Η αλήθεια είναι πως σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι παραδοσιακοί οργανοπαίκτες στη Μύκονο. Ειδικά στις μικρότερες ηλικίες, ελάχιστοι είναι εκείνοι που επιλέγουν να ασχοληθούν με τη μουσική παράδοση του τόπου. Και με τα χρόνια, τα ήδη μικρά αυτά ποσοστά όλο και μειώνονται. Η Μαρία είναι μια από τις νεότερες μουσικούς της Μυκόνου, που επέλεξε να αναδείξει την κληρονομιά του νησιού της και συνεχίζει να το κάνει μέχρι και σήμερα. «Οι γονείς μου δεν ασχολούνταν με τη μουσική. Δεν ξέρω πώς προέκυψε να ασχοληθώ και εγώ και ο αδερφός μου. Παρόλα αυτά, θεωρώ πως είναι πολύ σημαντικό να αναδεικνύουμε τη μουσική παράδοση του τόπου μας. Μάλιστα, αν δεν κάνω λάθος, πιστεύω πως δεν υπάρχει άλλη κοπέλα στη Μύκονο που να παίζει τουμπάκι. Νομίζω πως είμαι η μόνη, αν και στις πανκυκλαδικές συναντήσεις έχουμε γνωρίσει πολλούς μουσικούς, μεταξύ των οποίων και ορισμένες κοπέλες σαν και εμένα», παραδέχεται στο Mykonos Post η Μαρία, η οποία παράλληλα με τις μουσικές εμφανίσεις που πραγματοποιεί με τον αδερφό της, είναι μέλος ενός ακόμη συγκροτήματος με το όνομα “The Friends”. «Το 2013 δημιουργήσαμε ένα έντεχνο σχήμα με φίλους μουσικούς, το οποίο το ονομάσαμε “Four Music”, επειδή ήμασταν τέσσερις. Στην πορεία, άλλαξαν κάποια άτομα από την ομάδα, οπότε άλλαξε και το όνομα του γκρουπ. Πλέον λεγόμαστε “The Friends” και παραμένουμε τέσσερις. Εγώ και ο Αχιλλέας Πιπερίδης, τον οποίο θαυμάζω, παίζουμε κιθάρα, η Μανταλένα Κουτσούκου κάνει φωνητικά και ο Παναγιώτης Σαχάς παίζει βιολί και τραγουδά. Μαζί, πραγματοποιούμε εμφανίσεις και έχουμε δέσει σαν ομάδα».


“Μου αρέσει πολύ να κάνω βόλτες στο νησί. Να πηγαίνω στην παραλία, να περπατάω ή να γυροφέρνω με το αμάξι”.
«Παρότι κάθε χειμώνα προσπαθώ να λείπω, πάντα επιστρέφω στη Μύκονο»
Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, η Μαρία επιλέγει να φεύγει από το νησί τον χειμώνα, διότι, όπως δηλώνει η ίδια, δεν μπορεί να κάθεται σε ένα μέρος για πάρα πολύ καιρό. «Ουσιαστικά έφυγα όταν ήμουν δεκαεννέα ετών για να σπουδάσω τουριστικά σε μία ιδιωτική σχολή στην Αθήνα. Από τότε, επειδή είναι πολύ μονότονα στο νησί, προσπαθούσα να φεύγω κάθε χειμώνα, έστω για λίγο. Πήγαινα στην Αθήνα για σεμινάρια. Διαφορετικά ταξίδευα, κάτι που επίσης μου αρέσει πολύ να κάνω. Δεν μπορώ να κάθομαι σε ένα μέρος για μεγάλο διάστημα. Παρότι κάθε χειμώνα προσπαθώ να λείπω, πάντα επιστρέφω στη Μύκονο. Είναι η βάση μου. Εκεί μεγάλωσα, οπότε είναι ο τόπος μου». Τι είναι αυτό που απολαμβάνει να κάνει στη Μύκονο στον ελεύθερο χρόνο της; «Μου αρέσει πολύ να κάνω βόλτες στο νησί. Να πηγαίνω στην παραλία, να περπατάω ή να γυροφέρνω με το αμάξι. Αγαπώ τον Φάρο Αρμενιστή και την παραλία του Αγίου Στεφάνου, καθώς εκεί περνούσα τα καλοκαίρια μου όταν ήμουν παιδί. Προτιμώ τα πιο ήρεμα και ήσυχα μέρη».