
Νίκος Καζαντζάκης: Η γλαφυρή περιγραφή του μεγάλου στοχαστή για τη Μύκονο
Ήταν 11 Αυγούστου του 1925 όταν ο διάσημος συγγραφέας κατέφθασε στο νησί της Μύκονου. Στο γράμμα που έστειλε στην σύζυγό του, Ελένη, της μετέφερε με τον δικό του μοναδικό τρόπο όλες εκείνες τις εικόνες, τις μυρωδιές, αλλά και την απλότητα των ντόπιων, στοιχεία που τον έκαναν να την ξεχωρήσει ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλους προορισμούς.
-
11.06.2021 Γιώργος Πράτανος
Σχεδόν έναν αιώνα πίσω, το μακρινό 1926, ο Νίκος Καζαντζάκης επισκέπτεται το Τολέδο, μια από τις πιο σημαντικές πόλεις της Ισπανίας κατά τον Μεσαίωνα, «το ασκητικό ορμητήριο» όπως γράφει χαρακτηριστικά στο γράμμα του προς την Ελένη Καζαντζάκη. Ο Κρητικός στοχαστής δεν διστάζει να μοιραστεί την απογοήτευσή του καθώς, «το Τολέδο δεν είναι όπως το περίμενα» για να συνεχίσει γράφοντας: «πού η Ιερουσαλήμ, πού η Μύκονος και η Μόσχα. Να οι τρεις πολιτείες που μου έκαναν κατάπληξη». Σε αντίθεση με την εικόνα των συγγραφέων που έχει διαμορφωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο, που τους θέλει αποτραβηγμένους από την κοινωνική ζωή, ο Κρητικός στοχαστής είναι ένας από τους πιο πολυταξιδεμένους της εποχής του. Έχοντας ζήσει πάνω από 14 χρόνια στην Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία), έχοντας οργώσει τη Σοβιετική Ένωση, έχοντας επισκεφτεί δύο φορές την Κίνα, αλλά και την Ιαπωνία, ο Νίκος Καζαντζάκης γοητευόταν πάντοτε από την ιδέα της εξερεύνησης των τόπων και των ανθρώπων. Η σειρά βιβλίων του, Ταξιδεύοντας (Εκδόσεις Καζαντζάκη), είναι απολαυστική από την άποψη της γλαφυρής καταγραφής όσων είδε και έζησε στους εξωτικούς προορισμούς της εποχής του.
«Θάμα είναι όλη η πολιτεία, ο αέρας, το χώμα, το ξερό βουνό, οι απλοί άνθρωποι, η μιλιά τους, τα σύκα, τα σταφύλια, το θυμάρι, η μέντα».
«Το θάμα». Η Μύκονος με την κοφτερή ματιά του Νίκου Καζαντζάκη.
Με το κοντέρ του να έχει γράψει εκατομμύρια χιλιομέτρων, ο εντυπωσιασμός του και η αγάπη για τα Ματογιάννια μοιάζει μόνιμη, σημείο αναφοράς στην ομορφιά των αμέτρητων πόλεων και χωριών που έχει επισκεφτεί. Τον Αυγούστου του 1925 ο παγκόσμιος Κρητικός με φίλους του κάνει τον γύρο των Κυκλάδων και στις 11 του μήνα καταφτάνει στη Μύκονο. «Σπάνια χάρηκα τόσο βαθιά, όσο τη στιγμή που αντίκρυσα τη μικρή πολιτεία, κάτασπρη, χιονάτη, με τις ασβεστωμένες ίσες ταράτσες, λάμποντας, σαν πολιτεία φεγγαριού, απάνου από μια θάλασσα σκούρα γαλάζα και πράσινη», γράφει στην αγαπημένη του Ελένη (Ο Ασυμβίβαστος, Εκδόσεις Καζαντζάκη), χαρακτηρίζοντας τη Μύκονο «θάμα». Ο ενθουσιασμός του μεγαλώνει καθώς επισκέπτεται τα Ματογιάννια, «είταν άφραστη χαρά η αποκάλυψη κάθε γωνιάς». Εντυπωσιάζεται από τις λευκές σκάλες, «τα πηγάδια σε μικρές πλατεΐτσες», τα πλατάνια, τους ανεμόμυλους που «σαλεύουν αργά, κουρασμένα, ήσυχα τα κουρασμένα φτερά τους». Και κλείνει το γράμμα του σημειώνοντας, «Θάμα είναι όλη η πολιτεία, ο αέρας, το χώμα, το ξερό βουνό, οι απλοί άνθρωποι, η μιλιά τους, τα σύκα, τα σταφύλια, το θυμάρι, η μέντα».
«Σπάνια χάρηκα τόσο βαθιά, όσο τη στιγμή που αντίκρυσα τη μικρή πολιτεία, κάτασπρη, χιονάτη, με τις ασβεστωμένες ίσες ταράτσες, λάμποντας, σαν πολιτεία φεγγαριού, απάνου από μια θάλασσα σκούρα γαλάζα και πράσινη»
Την επομένη, 12 Αυγούστου, ο διάσημος συγγραφέας θα ανέβει χωρίς την παρέα του στο Μοναστήρι της Πανωμεριάς. Είχε κοιμηθεί εξαίσια, όπως σημειώνει, παρά τα γαβγίσματα ενός σκύλου. Στην εκκλησία θα βρει κοπέλες που στόλιζαν την εικόνα της Παναγιάς «ένα καμένο καρβουνισμένο σανίδι που δεν ξεχωρίζεις τίποτα. Της έβαζαν κέρινους ανθούς, γάζες, λουλούδια και κορδέλες. Και γελούσαν και σιγοτραγουδούσαν, σαν να στολίζουν νύφη» σημειώνει. Η κοφτερή ματιά του Καζαντζάκη, η παρατηρητικότητά του και η λεπτομερής περιγραφή του, ο τρόπος που ζούσε το κάθε του ταξίδι, την κάθε του μικρή επίσκεψη, οδηγεί στο συμπέρασμα πως τίποτε το επιφανειακό δεν θα τον εντυπωσίαζε. Άλλωστε, πληρωνόταν από τις μεγάλες εφημερίδες της εποχής να γράφει τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες, δουλειά που απαιτεί υψηλή κρίση. Και όπως φαίνεται ξεκάθαρα και από την προσωπική του αλληλογραφία, μόνο επιφανειακή δεν ήταν η γοητεία που του ασκούσε η Μύκονος.