
Νίκος Κοντιζάς: «Κάθε φορά που παίζω μουσική σε κοινό, ανατριχιάζω»
Σε ηλικία 7 ετών ξεκίνησε μαθήματα κιθάρας, ενώ δυο χρόνια μετά, έμαθε να παίζει κρητική λύρα. Μεγαλώνοντας, όμως, τον κέρδισε η τσαμπούνα, το παραδοσιακό όργανο της Μυκόνου. Ο ερασιτέχνης μουσικός Νίκος Κοντιζάς μιλά στο Mykonos Post για τη σημασία ανάδειξης της παράδοσης του νησιού, σε μία εποχή που τείνει να αλλοιωθεί περισσότερο από ποτέ.
-
11.01.2022 Άννυ Τζαβέλλα
Ο Νίκος Κοντιζάς μεγάλωσε στην Αθήνα και είναι φοιτητής στο τμήμα Τοπογράφων – Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Όμως, η βαθιά του αγάπη για τον τόπο των γονιών και των παππούδων του, τη Μύκονο, τον έκανε να ασχοληθεί με την παραδοσιακή μουσική. Από μικρή ηλικία, αγάπησε την τσαμπούνα και θέλησε να συμβάλλει με τον τρόπο του ώστε να διατηρήσει ζωντανή την παράδοση του συγκεκριμένου μουσικού οργάνου στο νησί των ανέμων. Ο Νίκος μιλά στο Mykonos Post για το πάθος του με τη μουσική, την αγάπη του για την παράδοση, αλλά και την αφοσίωσή του σε έναν τόπο που του έχει προσφέρει μόνο όμορφες και γεμάτες στιγμές.
Ποια είναι η σχέση σου με τη Μύκονο;
Όλη μου η οικογένεια, οι παππούδες, οι γιαγιάδες μου είναι από τη Μύκονο. Εγώ, όμως, μεγάλωσα στην Αθήνα. Οι γονείς μου είχαν στήσει εδώ τη ζωή, αλλά και τη δουλειά τους, οπότε την παιδική μου ηλικία την πέρασα στην πρωτεύουσα. Βέβαια, όλα μου τα καλοκαίρια και τις γιορτές τα έχω περάσει στο νησί.
Έχεις όμορφες αναμνήσεις από το νησί τις περιόδους που το επισκεπτόσουν;
Η ζωή στη Μύκονο είναι ωραία. Έχω πολλές αναμνήσεις με την οικογένειά μου αλλά και με φίλους. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι υπήρχε έντονο το στοιχείο της ανεμελιάς στη Μύκονο. Το καλοκαίρι πηγαίναμε για μπάνιο και το απόγευμα όλα τα παιδιά παίζαμε στη Χώρα και κάναμε τις βόλτες μας χαλαρά. Ήταν άλλες εποχές. Πλέον, έχει αλλάξει αυτή η εικόνα. Δεν θέλω να κρίνω αν αυτές οι αλλαγές που έχουν έρθει είναι καλές ή κακές, πάντως σε κάθε περίπτωση τα πράγματα είναι διαφορετικά. Για εμένα το ζήτημα είναι να μην αλλοιώνουμε πλήρως την ταυτότητα και την κληρονομιά του νησιού.

“Για εμένα το ζήτημα είναι να μην αλλοιώνουμε πλήρως την ταυτότητα και την κληρονομιά του νησιού”
Η μουσική πώς μπήκε στη ζωή σου;
Από πιτσιρικάς, αγαπούσα πολύ την παράδοση και ιδιαίτερα την παραδοσιακή μουσική. Όταν ήμουν τεσσάρων χρονών, ξεκίνησα να κανω παραδοσιακούς χορούς. Οι γονείς μου, χωρίς να με πιέσουν ποτέ, με ώθησαν σε αυτήν την κατεύθυνση, διότι και οι ίδιοι, όπως και οι οικογένειές τους, ήταν γλετζέδες, απολάμβαναν τα γλέντια και τα πανηγύρια. Οπότε, μεγάλωσα και εγώ μέσα σε αυτόν τον «κύκλο» και ήρθα σε άμεση επαφή με τα παραδοσιακά ακούσματα. Στα επτά μου ξεκίνησα να μαθαίνω κιθάρα, ενώ γύρω στα εννέα, άρχισα να παίζω και κρητική λύρα. Έπειτα, γύρω στα δώδεκα, είχα την επιθυμία να μάθω τσαμπούνα. Θυμάμαι, έβλεπα στην Άνω Μερά τον Μιχάλη Κουνάνη, μια θρυλική μορφή του νησιού, μαζί με τον Λευτέρη Σικινιώτη να παίζουν τσαμπούνα και τους ζήλευα.
Πώς απέκτησες την τσαμπούνα σου;
Η τσαμπούνα μου είναι κατασκευασμένη από τον κύριο Μιχάλη Κουνάνη. Έχει μια πολύ ωραία ιστορία ο τρόπος με τον οποίο την απέκτησα. Ήμασταν σε μία εκδήλωση στην Αθήνα, στην οποία γινόταν ουσιαστικά μια δημοπρασία. Το έπαθλο ήταν μια τσαμπούνα. Ο πατέρας μου, χωρίς να γνωρίζει ότι εγώ θα ασχοληθώ με το συγκεκριμένο όργανο, έδωσε κάποια χρήματα και την αγοράσαμε. Στη συνέχεια, έψαξα να βρω ποιος είναι ο κατασκευαστής και εξεπλάγην όταν έμαθα πως είναι δημιουργία του κύριου Κουνάνη. Αμέσως ήρθα σε επαφή μαζί του και μου έμαθε αρκετά πράγματα. Μου έδωσε, μάλιστα, και μερικά dvd με τον εαυτό του να παίζει, προκειμένου να μάθω και εγώ.
Τι είναι αυτό που σε ώθησε στο να ασχοληθείς με τη μουσική -πόσο μάλλον με την παραδοσιακή μουσική της Μυκόνου- και να μην περιοριστείς σε ένα μουσικό όργανο;
Μου αρέσει η μουσική. Με εκφράζει, με γεμίζει. Άλλωστε, το κάθε όργανο μου δίνει και κάτι διαφορετικό. Το καθένα από αυτά έχει το δικό του ηχόχρωμα, το δικό του ρεπερτόριο, είναι κάτι ξεχωριστό. Το να μπορείς να παίξεις νησιώτικα με την τσαμπούνα, να παίξεις κρητικά τραγούδια με τη λύρα και ό,τι άλλο θες με την κιθάρα σού δίνει πολλές επιλογές. Συνεχίζω μέχρι σήμερα να παίζω και τα τρία αυτά μουσικά όργανα, αλλά παραδέχομαι ότι έχω μια αδυναμία στην τσαμπούνα, καθώς αγαπώ τη νησιώτικη μουσική. Αυτό που με ώθησε περισσότερο ώστε να ασχοληθώ με τη μουσική ήταν η οικογένεια μου. Τόσο οι παππούδες μου, όσο και οι γονείς μου, ήταν άνθρωποι του γλεντιού. Χόρευαν, διασκέδαζαν. Από εκείνους, άλλωστε, έχω πάρει τα γονίδια όσον αφορά τον χορό. Είμαι σε χορευτικούς Συλλόγους, καθώς είχα τέτοια βιώματα από μικρός. Έβλεπα οργανοπαίκτες και ενθουσιαζόμουν. Αγαπώ πολύ αυτό που κάνω. Εξάλλου, αν κάνεις κάτι που δεν σου αρέσει, δεν θα σε οδηγήσει πουθενά.

“Αυτό που με ώθησε περισσότερο ώστε να ασχοληθώ με τη μουσική ήταν η οικογένεια μου. Τόσο οι παππούδες μου, όσο και οι γονείς μου, ήταν άνθρωποι του γλεντιού”
Έχεις συμμετάσχει με την τσαμπούνα σου σε πολιτιστικές εκδηλώσεις ή πανηγύρια στη Μύκονο;
Ναι, έχω πραγματοποιήσει ορισμένες εμφανίσεις στο νησί, κυρίως πριν από τον κορονοϊό. Οι εκδηλώσεις είναι κάτι πολύ ωραίο, γιατί παίζεις για τους άλλους, χορεύει ο κόσμος, είναι κάτι που εξιτάρει κάθε άνθρωπο που ασχολείται με τη μουσική. Έρχεσαι σε επαφή με τον κόσμο, σε αναγνωρίζει, εκτιμά αυτό που του παρουσιάζεις. Η τσαμπούνα είναι ένα όργανο που σε κάποιους αρέσει, ενώ σε κάποιους άλλους όχι, διότι το ηχόχρωμα είναι αρκετά διαφορετικό και ιδιαίτερο. Οπότε το να παίζω τσαμπούνα σε ένα κοινό που την εκτιμά, με συγκινεί. Έχω συμμετάσχει σε πανηγύρια και εκδηλώσεις στην Άνω Μερά, στη Λάκκα αλλά και σε άλλα κυκλαδίτικα νησιά.
Υπάρχει κάποια έντονη στιγμή που να έχει μείνει χαραγμένη στο μυαλό σου, σχετικά με τις εμφανίσεις σου ως μουσικός;
Κάθε φορά που παίζω τσαμπούνα μπροστά σε κόσμο είναι μοναδική. Αλλά πιο έντονα κρατάω μέσα μου τις στιγμές που έπαιζα στον παππού μου τσαμπούνα στο σπίτι του και τον έβλεπα συγκινημένο. Αυτή η εικόνα μου έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό αλλά και στην καρδιά μου. Ακόμη, με τον Γιάννη Ασημομύτη έχουμε πάει και σε άλλα νησιά των Κυκλάδων, όπως η Νάξος και η Σίφνος, για να παίξουμε μουσική σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μου άρεσε που έδειξα το ταλέντο μου και σε άλλα μέρη. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι πως κάθε φορά που παίζω μουσική σε κοινό, ανατριχιάζω.
Υπάρχει κάποιος τσαμπουνιέρης που θαυμάζεις και ίσως έχεις ως πρότυπο;
Θα σας αναφέρω ξανά τον Μιχάλη Κουνάνη. Ο Μπαμπέλης, όπως τον φωνάζουμε στη Μύκονο, είναι θρύλος. Όχι μόνο στο νησί, αλλά σε όλη την Ελλάδα. Πέρα από οργανοπαίκτης, είναι και κατασκευαστής τσαμπούνας. Παράλληλα, αξιόλογοι μουσικοί είναι ο συνωνόματος Νίκος Κοντιζάς και ο Γιάννης Ασημομύτης. Όλοι τους έχουν προωθήσει την παράδοση του τόπου μας με τον καλύτερο τρόπο.

“Πιο έντονα κρατάω μέσα μου τις στιγμές που έπαιζα στον παππού μου τσαμπούνα στο σπίτι του και τον έβλεπα συγκινημένο. Αυτή η εικόνα μου έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό αλλά και στην καρδιά μου”
Στη Μύκονο δεν υπάρχουν πια πολλοί νέοι ή παιδιά που να μαθαίνουν να παίζουν παραδοσιακά όργανα. Τι θεωρείς πως φταίει;
Πιστεύω πως οι ρυθμοί της καθημερινότητας δεν επιτρέπουν στα νέα παιδιά να ασχοληθούν με κάτι τέτοιο. Ο κόσμος στο νησί είναι επικεντρωμένος στις δουλειές του και ειδικά το καλοκαίρι, δίνεται έμφαση αποκλειστικά εκεί. Ακόμη, ίσως και οι γονείς δεν έχουν πια την ίδια επιθυμία να μάθουν στα παιδιά τους παραδοσιακή μουσική. Ωστόσο, θεωρώ πως πρέπει να βρούμε μια ισορροπία, ανάμεσα στο τουριστικό και στο παραδοσιακό κομμάτι. Σαν τόπος έχουμε μεγάλη ιστορία και πολλά έθιμα, τα οποία πρέπει να «ζήσουν». Οι νεότεροι πρέπει να γίνουν θεματοφύλακες τις παράδοσης.
Αντιλαμβάνομαι ότι η μουσική είναι το πάθος και το χόμπι σου. Πώς και δεν το εξέλιξες προκειμένου να ασχοληθείς επαγγελματικά;
Με τη μουσική ασχολούμαι -και επέλεξα να ασχοληθώ- ερασιτεχνικά, διότι είμαι της άποψης πως όταν κάνεις κάτι και σου αρέσει έτσι όπως βγαίνει, δεν υπάρχει λόγος να το «τρέξεις» διαφορετικά. Όταν κάτι σου βγαίνει όμορφα και αγνά μέσα από την ψυχή σου, δεν υπάρχει λόγος να ζήσεις απαραίτητα από αυτό. Επαγγελματικά, μπορεί να ακολουθήσω άλλο δρόμο, αλλά η μουσική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μου και παίζω για προσωπική μου ευχαρίστηση. Όποτε μου πει κάποιος «Έλα να παίξεις», θα πάω. Και μπορεί να βγάλω ένα χαρτζιλίκι, αλλά ως εκεί.
Έχεις σκεφτεί ποτέ να μείνεις μόνιμα στη Μύκονο;
Αν ακολουθήσω το επάγγελμα του τοπογράφου, η Μύκονος είναι μια καλή βάση για να δουλέψω. Πάντως, πέρα και από το επαγγελματικό κομμάτι, η αλήθεια είναι πως το έχω σκεφτεί να μείνω κάποια στιγμή μόνιμα στο νησί. Με ενθουσιάζει αυτή η ιδέα. Η ζωή στη Μύκονο θεωρώ πως είναι άπαιχτη!