Βασίλης Γρυπάρης-Αποσπερίτες: «Στη μουσική όταν απαγορεύεις τον χορό είναι σαν να την κόβεις στα δύο»
Ύστερα από την επιτυχημένη εμφάνιση στο Mykonos Art Festival, ο Βασίλης Γρυπάρης, μέλος του μουσικού λαϊκού σχήματος «Αποσπερίτες», μιλά στο Mykonos Post για την πρώτη του επαφή με τη μουσική, την ιστορία της δημιουργίας του σχήματος, αλλά και τη σημασία της μουσικής παράδοσης και της Μυκονιάτικης -εναλλακτικής- διασκέδασης.
Ο Βασίλης Γρυπάρης, με έντονο πάθος, αλλά και μεράκι για τη μουσική, ασχολείται με το βιολί, την τσαμπούνα και το τραγούδι από τότε που θυμάται τον εαυτό του. Με τη πολύτιμη βοήθεια του παππού του, ο οποίος του μετέδωσε το “μικρόβιο” της μουσικής, έμαθε να παίζει και να αγαπά την παραδοσιακή μουσική. Κάπως έτσι, αποφάσισε με τον φίλο και συνεργάτη του, Μάριο Ζουγανέλη, να δημιουργήσουν τους «Αποσπερίτες», ώστε να προσφέρουν στιγμές χαράς, κεφιού και διασκέδασης στον κόσμο που ακόμη σέβεται, ακούει και απολαμβάνει αυτού του είδους τη μουσική. Ο Βασίλης Γρυπάρης εξηγεί πώς δημιουργήθηκαν οι Αποσπερίτες, ποιές δυσκολίες αντιμετώπισαν τους τελευταίους 18 μήνες με την πανδημία του κορονοϊού, αλλά και τι σημαίνει το όνομα «Αποσπερίτες».
Με ποιο τρόπο ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με τη μουσική; Ποιά ήταν τα πρώτα σου ερεθίσματα;
Ξεκίνησα από πολύ μικρή ηλικία ακούγοντας τον παππού μου, Παναγιώτη Κουκά, να παίζει τσαμπούνα και από εκεί έλαβα το μικρόβιο της μουσικής. Ασχολήθηκα από πολύ μικρός να μάθω πρώτα τουμπάκι και στη συνέχεια τσαμπούνα. Το βιολί δεν υπήρχε ακόμη στον ορίζοντα, μέχρι τα 17 μου, που ξαφνικά μια μέρα είπα στους δικούς μου ότι θέλω να μου πάρουν ένα βιολί για να μάθω να παίζω. Ουσιαστικά, το βιολί ήταν το δώρο μου για τα Χριστούγεννα. Από τότε, ξεκίνησα μόνος μου σιγά σιγά να μαθαίνω κάποια κομμάτια. Είμαι αυτοδίδακτος, αλλά είχα και διάφορους δασκάλους του νησιώτικου ρεπερτορίου, όπως τον Σωτήρη Μαργώνη, τον μέντορά μου, που με μύησαν στη νησιώτικη χροιά και μουσική. Το μεγάλο μου παράπονο είναι ότι δεν έχω πάει σε κάποιο Ωδείο.
Με το τραγούδι ασχολείσαι από μικρή ηλικία;
Το τραγούδι ήρθε και αυτό στη σχολική ηλικία, όπου συμμετείχα σε διάφορες μουσικές παραστάσεις με την πολυβραβευμένη χορωδία του σχολείου μου, της Λεοντείου Σχολής Πατησίων. Πήρα μέρος σε πολλές χορωδιακές και μουσικές εκδηλώσεις και αρκετούς διαγωνισμούς, από τους οποίους, μάλιστα, είχαμε αποκομίσει και πολλά βραβεία σε πανελλήνιο επίπεδο. Με αυτόν τον τρόπο διδάχθηκα κάποιες φωνητικές τεχνικές.
“Όλο αυτό που έχουμε δημιουργήσει γίνεται κυρίως από μεράκι, επειδή αγαπάμε πολύ την μουσική και μας εκφράζει”.
Πως δημιουργήθηκαν οι Αποσπερίτες; Ποιά είναι η ιστορία τους;
Όταν είχα πρωτοπάρει το βιολί και έπαιζα κουτσά στραβά δύο τρία κομμάτια, έτυχε και με άκουσε το 2009 ο πατέρας του φίλου και συνοδοιπόρου μου, του Μάριου Ζουγανέλη, ο κύριος Νίκος Ζουγανέλης, ο οποίος πήρε αμέσως το γιο του τηλέφωνο και του είπε πως γνώρισε ένα παιδάκι που παίζει μουσική και θα ταιριάξουν πολύ. Εκείνος μας γνώρισε και κάπου εκεί έδεσε το γλυκό. Με τον Μάριο παίζουμε παρέα από το 2009. Επίσημη πρώτη εμφάνιση ήταν στο μαγαζί του αδερφού του, στο Στέκι του Προέδρου στην πλατεία της Άνω Μεράς και στην πορεία, ακολούθησαν πολλές ακόμη εμφανίσεις. Όλο αυτό που έχουμε δημιουργήσει γίνεται κυρίως από μεράκι, επειδή αγαπάμε πολύ την μουσική και μας εκφράζει.
Το όνομα Αποσπερίτες πώς προέκυψε;
Ήταν μια βραδιά που ήμουν στην Αθήνα και ο Μάριος στη Μύκονο. Συζητούσαμε στο τηλέφωνο, λοιπόν, πώς θα ονομάσουμε όλο αυτό που πάμε να ξεκινήσουμε, πώς θα μας μάθει ο κόσμος, πώς θα μας ξεχωρίσουν. Και κάπως έτσι μου ήρθε η ιδέα. Όταν ήμουν πιο μικρός, κατέβαινα στη Χώρα και περιπλανιόμουν στα σοκάκια. Τότε, άκουγα τους κυρίους και τις κυρίες να βγαίνουν στα μπαλκόνια ή στα σοκάκια και να φωνάζουν ο ένας στον άλλον: «Θα βγεις να αποσπερίσουμε;». Αυτός είναι και ο δικός μας σκοπός, να αποσπερίζουμε τον κόσμο, δηλαδή να φροντίζουμε να περνάει ευχάριστα τη βραδιά του με τη μουσική μας.
Ποιοί είναι οι μουσικοί πίσω από τους Αποσπερίτες;
Η βάση του σχήματος είμαστε εγώ και ο Μάριος. Εγώ στο βιολί και στο τραγούδι, ενώ ο Μάριος στο λαούτο και το τραγούδι. Βέβαια, κατά καιρούς προστίθενται και άλλα άτομα, ανάλογα την κάθε εμφάνιση και τις απαιτήσεις της. Πάντα φροντίζουμε να είναι παιδιά του τόπου μας -όπου αυτό είναι δυνατό. Τα πιο βασικά μέλη του σχήματος είναι ο Γρηγόρης Ξυδάκης στο μπουζούκι, ο Νικόλας Κοντιζάς στην τσαμπούνα, ο Μάριος Ξυδάκης που παίζει τύμπανα και η Λία Βερβέρογλου στο τραγούδι. Εννοείται βέβαια πως υπάρχουν και συνεργασίες με μουσικούς από άλλα νησιά, όπως για παράδειγμα από τη Νάξο.
Η καταγωγή σου είναι από τη Μύκονο;
Ναι. Και οι δύο μου γονείς είναι Μυκονιάτες. Παρόλο που δεν μεγάλωσα στο νησί, πλέον ζω και εργάζομαι εδώ. Ο παππούς μου ήταν από τους ανθρώπους που περνούσαν έξι μήνες στη Μύκονο και έξι μήνες στην Αθήνα. Συνεπώς, ερχόμασταν πάρα πολύ κοντά -του είχα και μια ιδιαίτερη αδυναμία, καθώς ποτέ δεν με πίεσε να κάτσω να μάθω το οτιδήποτε. Αντίθετα, εγώ ήθελα να μάθω κι εκείνος ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να με βοηθήσει σε αυτό. Η Μύκονος ήταν πηγή έμπνευσης και για τους δυο μας.
Τσαμπούνα παίζεις ακόμη;
Φυσικά! Και δεν πρόκειται να σταματήσω ποτέ. Μπορεί να μην είναι αρκετές οι δημόσιες εμφανίσεις στις οποίες παίζουν τσαμπούνα, αλλά ακόμη υπάρχουν εκδηλώσεις που στόχο έχουν να αναδείξουν και αυτήν την πλευρά της Μυκόνου. Σχετικά πρόσφατα, κάναμε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο στο κανάλι Ένα του Πειραιά, όπου αναφέραμε όλα τα παραδοσιακά στοιχεία της Μυκόνου. Οπότε, παρότι δεν έχει τύχει να παίξω πρόσφατα τσαμπούνα, προσπαθώ πάντα να προβάλλω την παράδοση μας με όποιο μέσο διαθέτω.
“Αγαπάμε πάρα πολύ την παραδοσιακή μουσική και θέλουμε να παραμείνουν ζωντανά όλα εκείνα τα παραδοσιακά και πολιτισμικά στοιχεία, τόσο του νησιού, όσο και όλης της Ελλάδας”.
Πόσο σημαντική θεωρείτε πως είναι η παραδοσιακή λαϊκή μουσική, τόσο για τη Μύκονο όσο και για την Ελλάδα γενικότερα;
Αρχικά είμαι ένας άνθρωπος ο οποίος, από την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι την ώρα που θα κοιμηθεί, μπορεί να ακούει μόνο παραδοσιακή μουσική. Έτσι είναι και ο φίλος μου ο Μάριος. Αγαπάμε πάρα πολύ την παραδοσιακή μουσική και θέλουμε πολύ να παραμείνουν ζωντανά όλα εκείνα τα παραδοσιακά και πολιτισμικά στοιχεία, τόσο του νησιού, όσο και όλης της Ελλάδας. Γιατί παράδοση δεν είναι μόνο η μουσική. Είναι και η φορεσιά, τα σκουλαρίκια, οι εκκλησίες, τα πανηγύρια και οι γεύσεις της Μυκόνου. Όλες αυτές οι παραδόσεις θα θέλαμε σαν Αποσπερίτες -και θα μιλήσω σαν σύνολο- να συνεχίσουν να υπάρχουν και θα τις στηρίζουμε όσο μπορούμε.
Αυτή η δύσκολη περίοδος που βιώνουμε με την πανδημία, πόσο έχει επηρεάσει τη μουσική σκηνή, αλλά και εσάς ως μουσικούς;
Δυστυχώς αυτό που έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό είναι το κομμάτι των live εμφανίσεων. Ο κόσμος είναι συγχισμένος και φοβισμένος με όλη αυτή τη κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά για εμάς η μουσική είναι ένα μικρόβιο, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να καταλαγιάσει μέσα μας. Είναι ένα φάρμακο για εμάς. Στις δύσκολες στιγμές θα πιάσουμε τα μουσικά μας όργανα και θα παίξουμε για να φύγει το οποιοδήποτε βάρος, στεναχώρια ή θλίψη. Οι μουσικοί, άλλωστε, πάντα εκφράζουν όλα τους τα συναισθήματα μέσα από τη μουσική τους. Οπότε σε επίπεδο live εμφανίσεων σίγουρα ο χώρος έχει πληγεί, αλλά σε προσωπικό επίπεδο δεν έχει επηρεαστεί καθόλου και ούτε πρόκειται.
Ως Αποσπερίτες, πραγματοποιείτε εμφανίσεις κυρίως στη Μύκονο ή πηγαίνετε και σε άλλα νησιά και περιοχές της Ελλάδας;
Σαν Αποσπερίτες η βάση μας είναι η Μύκονος. Ωστόσο, έχουμε εμφανιστεί και σε άλλα νησιά, όπως η Ηρακλειά, στην οποία μας είχε καλέσει ένας Σύλλογος και περάσαμε πραγματικά πανέμορφα. Επίσης, μας καλούν ορισμένες φορές και κατά μόνας. Για παράδειγμα, είχαν καλέσει κάποια στιγμή τον Μάριο και τον Νίκο στη Φολέγανδρο, αλλά και εμένα σε διάφορα νησιά αλλά και στην Αττική. Οπότε είμαστε μία ομάδα, αλλά και ο καθένας δρα αυτόνομα αν του ζητηθεί.
“Στη μουσική όταν απαγορεύεις τον χορό είναι σαν να την κόβεις στα δύο. Ο μουσικός για να μπορέσει να παίξει και να αποδώσει σωστά -τουλάχιστον οι λαϊκοί μουσικοί- πρέπει να βλέπει τους άλλους να χορεύουν”.
Την Κυριακή 22/8, εμφανιστήκατε στη σκηνή του Mykonos Art Festival. Τι γεύση σας άφησε η συγκεκριμένη εμφάνιση;
Η εμφάνισή μας αυτή μπορώ να πω ότι άφησε μια γλυκόπικρη γεύση. Γλυκιά σίγουρα γιατί παίξαμε στην πλατεία της Άνω Μεράς για τους Μυκονιάτες και τις Μυκονιάτισες. Δυστυχώς, όμως, ήμασταν στη δυσάρεστη θέση να ανακοινώσουμε από το μικρόφωνο ότι ο χορός απαγορεύεται. Στη μουσική όταν απαγορεύεις τον χορό είναι σαν να την κόβεις στα δύο. Ο μουσικός για να μπορέσει να παίξει και να αποδώσει σωστά -τουλάχιστον οι λαϊκοί μουσικοί- πρέπει να δει τον άλλον να χορεύει. Γιατί αυτό είναι που θα του δώσει την ώθηση και το κέφι να συνεχίζει να παίζει με χαρά. Το κέφι σε κάθε περίπτωση δεν απουσίαζε και από την πλευρά του κόσμου και από τη δική μας. Το είδαμε και το νιώσαμε από το χειροκρότημα και το τραγούδι των παρευρισκόμενων. Αυτό που εκλάβαμε ήταν ότι ο κόσμος το απόλαυσε.
Αυτό που σας κάνει να συνεχίζετε με το ίδιο πάθος και θέληση τόσο καιρό είναι σίγουρα η αγάπη σας για τη μουσική. Ωστόσο, φαίνεται ξακάθαρα πως οι Αποσπερίτες έχουν “δέσει” και ως άνθρωποι πέρα από μουσικοί.
Σαφώς. Αυτό είναι ίσως και το πιο σημαντικό, γιατί σχήματα δημιουργούνται και διαλύονται. Έχουμε αντέξει στον χρόνο και εύχομαι να παραμείνουμε έτσι. Στις πρόβες μας περνάμε φανταστικά. Έχουμε βρει ο ένας το κουμπί του άλλου. Οπότε ναι, πρώτα έχουμε ταιριάξει σαν άνθρωποι και μετά όλα τα υπόλοιπα. Αυτό που θα ήθελα να πω προς όλους τους Μυκονιάτες και τις Μυκονιάτισες είναι να αγαπάνε τις παραδόσεις του τόπου τους, να αγαπάνε γενικότερα το νησί, το οποίο είναι ένα στολίδι στον παγκόσμιο χάρτη και θα πρέπει να το σεβόμαστε. Να φροντίζει δηλαδή ο καθένας ξεχωριστά να παραδώσει στην επόμενη γενιά αυτό που παρέλαβε ο ίδιος. Για εμένα αυτό είναι το πιο σημαντικό, ώστε να μην χάσει η Μύκονος τη μορφή της, την ομορφιά της και το στοιχείο που την έκανε διάσημη σε παγκόσμιο επίπεδο.