
Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη: «Η έρευνα στο μεταλλείο της Μυκόνου ήταν ένα πάζλ, που σιγά σιγά ολοκλήρωσα»
Το 2013 ξεκίνησε την έρευνά της πάνω στο μεταλλείο της Μυκόνου, με σκοπό να συμβάλει στη διάσωση και καταγραφή της ιστορίας του. Η τοπική ερευνήτρια Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη περιγράφει στο Mykonos Post το ερευνητικό της ταξίδι στο μεταλλείο, τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, ενώ μοιράζεται μνήμες από τα παιδικά της χρόνια στη Μύκονο.
-
04.11.2022 Γεωργία Περιμένη
Η Δήμητρα Λοΐζου-Βουλγαράκη είναι ένας άνθρωπος που,γενικά, γοητεύεται από τα ιστορικά στοιχεία της Μυκόνου. Έχοντας έναν πατέρα ο οποίος είχε εργαστεί στο μεταλλείο της Μυκόνου και ζώντας ουσιαστικά την καθημερινότητα και τη σκληρή δουλειά αυτών των ανθρώπων, θεώρησε πως τόσο εκείνοι όσο και το έργο τους αποτελούν στοιχεία της ιστορίας της Μυκόνου, στοιχεία που δεν πρέπει να ξεχαστούν. Με αυτό το σκεπτικό, αναζήτησε πληροφορίες, εικόνες, έγγραφα, χάρτες, προσωπικά ενθύμια, ενώ ήρθε σε επαφή με ανθρώπους που εργάζονταν στο μεταλλείο, καταγράφοντας τις μαρτυρίες τους. Για εκείνη, το συγκεκριμένο ερευνητικό σχέδιο έγινε μια συναρπαστική διαδικασία, ένα ταξίδι ανακάλυψης, με στόχο τη συμπλήρωση του “παζλ”και απώτερο σκοπό να το παραδώσει στην τοπική κοινωνία, εμπλουτίζοντας την κοινωνική της μνήμη, την τοπική εργασιακή/εργατική ιστορία και τη γνώση για πλευρές του Μυκονιάτικου παρελθόντος που δεν είναι γνωστές και επισήμως καταγεγραμμένες.
Ποια είναι η σχέση σας με το νησί της Μυκόνου;
Γεννήθηκα στον Πειραιά, ωστόσο και οι δυο γονείς μου ήταν Μυκονιάτες. Βρέθηκαν εκεί λόγω της φτώχειας που μάστιζε το άγονο νησί μας, πριν την επέλαση του τουρισμού. Όταν ήρθε η μεταλλευτική εταιρεία στο νησί, ο πατέρας μου,σπεύδοντας από τους πρώτους, προσλήφθηκε αρχικά ως οδηγός στο τζιπ των Αμερικάνων. Αργότερα εξασκήθηκε στα βαρέα οχήματα. Μεγάλωσα, λοιπόν, και έζησα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στη Μύκονο. Για μία δεκαετία μόνο άφησα το νησί μου για τη Θεσσαλονίκη, λόγω της δουλειάς και της καταγωγής του συζύγου μου. Η νοσταλγία όμως ήταν σφοδρή, γι’ αυτό και επιστρέψαμε οικογενειακώς το 1995. Έκτοτε ζούμε μόνιμα πια στην Άνω Μερά. Τα τελευταία 9 χρόνια ασχολούμαι με την έρευνα σε τοπικό επίπεδο.

“Στα πρώτα μου χρόνια,που ζούσαμε στη Χώρα της Μυκόνου, διαβλέπαμε ότι θα γινόταν ένας πόλος έλξης για τον τουρισμό το νησί. Βέβαια, ακόμη και τότε, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά”.
Εφόσον ζήσατε μέρος των παιδικών σας χρόνων στη Μύκονο, σίγουρα έχετε όμορφες αναμνήσεις.
Στα πρώτα μου χρόνια,που ζούσαμε με την οικογένειά μου στη Χώρα της Μυκόνου, είχαμε ήδη δει τα πρώτα σημάδια, ότι θα γινόταν, δηλαδή, ένας πόλος έλξης για τον τουρισμό το νησί μας. Βέβαια, ακόμη και τότε, τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Ως παιδιά παίζαμε αμέριμνα παντού, στα σοκάκια και στον Γιαλό, ελεύθερα και χωρίς φόβο, κάτι που σήμερα δεν υπάρχει περίπτωση να συμβεί με τα παιδιά μας. Αναπολώ το μπάνιο και το παιχνίδι με μια τεράστια σαμπρέλα του γκρέιντερ που μας είχε φέρει ο πατέρας από το μεταλλείο. Τα “κεφτεδάκια” από υγρή άμμο,“αλευρωμένα” με τη στεγνή λεπτόκοκκη άμμο του Γιαλού, και το κρυφτό ανάμεσα στα καΐκια που τον στόλιζαν τόσο όμορφα τότε.
Στα μέσα της δεκ. ’60 μετακομίσαμε στην Άνω Μερά. Η σχέση μας όμως με τη Χώρα δεν διακόπηκε καθώς η γιαγιά μας παρέμεινε στη Χώρα.Έτσι καθιερώθηκε μια νέα οικογενειακή παράδοση για εμάς το να κατεβαίνουμε κάθε Κυριακή, βρέξει-χιονίσει, για να δούμε τη γιαγιά και να πάμε σινεμά. Τότε μάλιστα λειτουργούσαν δύο κινηματογράφοι στο νησί, ένας θερινός και ένας… παντός καιρού. Φυσικά δεν υπήρχε Ι.Χ., πηγαίναμε με το λεωφορείο. Το αυτοκίνητο όμως δεν μας έλειπε, αφού ήταν κάτι που δεν το είχαμε μέχρι τότε. Στα πανηγύρια του χωριού ή για μπάνιο στο Καλό Λιβάδι και στη Φτελιά πηγαίναμε πάντα με τα πόδια. Αργότερα, τέλος δεκ. ’60, όταν έγινε το ξενοδοχείο ΑΦΡΟΔΙΤΗ στον Καλαφάτη, μπήκε λεωφορείο και έτσι προτιμήσαμε την ευκολία μας. Κι αν με ρωτάς ποια παραλία προτιμώ, θα σου πω ότι αγαπώ το νησί μου ολόκληρο, τις παραλίες του που δεν τις αλλάζω με τίποτα, τους βραχόκηπους, την αρχιτεκτονική του (την παλιά, εννοείται), την ιστορία του. Λατρεύω τη φύση του τον χειμώνα, το μελτέμι του το καλοκαίρι.

“Το έργο του Π. Κουσαθανά υπήρξε πηγή έμπνευσης για μένα”.
Πως προέκυψε η επιθυμία σας να κάνετε έρευνα για το μεταλλείο της Μυκόνου;
Η θητεία μου δίπλα στον διακεκριμένο Μυκονιάτη ποιητή-συγγραφέα-ερευνητή Παναγιώτη Κουσαθανά κατά την οργάνωση και καταγραφή των βιβλίων της Δημοτικής Στέγης Μελέτης Πολιτισμού και Παράδοσης –με την καθοδήγηση και εποπτεία του ιδίου–ήταν μεγάλο σχολείο για εμένα από κάθε άποψη. Κυρίως, έμαθα τι είναι πολύτιμο για εμάς τους Μυκονιάτες και σε τι πρέπει να δώσουμε προσοχή. Τότε, πιστεύω, μπήκε το μικρόβιο της έρευνας μέσα μου.

Και πώς ξεκίνησε όλο αυτό το ερευνητικό ταξίδι;
Όταν ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή, ένιωσα πως αυτοί οι άνθρωποι που έζησαν και δούλεψαν τόσο σκληρά στο μεταλλείο, σιγά σιγά θα ξεχαστούν. Μαζί τους θα ξεχαστεί και η ιστορία του μεταλλείου, το αποτύπωμά του στην τοπική κοινωνία, θετικό ή αρνητικό. Αυτό μου δημιούργησε ένα άγχος, μια αίσθηση καθήκοντος, διότι δεν θεωρούσα αμελητέα την επίδρασή του στο νησί, και ιδιαίτερα στην Άνω Μερά. Είχα δει με τα μάτια μου τη μεταμόρφωση του χωριού μου, ένα χωριό χωρίς ρεύμα και χωρίς καθόλου οδικό δίκτυο στα μέσα της δεκ. ’50. Ουσιαστικά, ο μόνος δρόμος που υπήρχε τότε ήταν από τη Χώρα προς την Άνω Μερά. Σε αυτό το σημείο πρέπει να αναφέρω ότι η παρουσία της αμερικανικής μεταλλευτικής εταιρείας ΜΥΚΟΜΠΑΡ ήταν αισθητή πάντα και παντού. Θέλησε να κάνει έργο στο νησί.
Εκτός από τους δρόμους που άνοιξε για τις ανάγκες της, ο εκάστοτε Δήμαρχος ή Κοινοτάρχης ζητούσε τα μηχανήματα για να ανοιχτούν δρόμοι και η εταιρεία τα διέθετε δωρεάν. Ο πατέρας μου, ως χειριστής, συντέλεσε σε μεγάλο βαθμό σε αυτό. Μπορούμε να πούμε πως το οδικό δίκτυο που υπάρχει σήμερα, προέρχεται από τους χωματόδρομους που είχε ανοίξει τότε και συντηρούσε ο ίδιος επί 30 χρόνια. Η μεγαλύτερη προσφορά της εταιρείας; Στη δύσκολη μεταπολεμική/μετεμφυλιακή εποχή εξασφάλισε τα προς το ζην όχι μόνο στους ντόπιους κατοίκους της ενδοχώρας του νησιού, αλλά και σε πάρα πολλούς που ήρθαν από φτωχότερα μέρη. Και όχι μόνο.Συντέλεσε καθοριστικά στην επαγγελματική κατάρτιση όλων αυτών ώστε να θεωρούνται σήμερα επιτυχημένοι επαγγελματίες σε πολλούς τομείς και πρωτεργάτες στην πορεία ανάπτυξης του τόπου μας.

Θέλησα, λοιπόν, να συλλέξω υλικό ώστε να καταγραφεί για να μην ξεχαστεί η ιστορία του μεταλλείου της Μυκόνου, το οποίο οφείλουμε να πούμε ότι δεν είναι απλά κομμάτι της ιστορίας του νησιού, αλλά της μεταλλευτικής ιστορίας όλης της Ελλάδας.Το 2013, όταν είχα πια σταματήσει να απασχολούμαι στη Στέγη Μελέτης του Π. Κουσαθανά, ξεκίνησα συγκεκριμένα,ψάχνοντας στις τοπικές εφημερίδες της εποχής,που ήξερα ότι υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη,τις καταχωρίσεις που αφορούσαν στο μεταλλείο. Στη συνέχεια, άρχισα να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους οι οποίοι είχαν εργαστεί στο μεταλλείο, απλούς εργαζόμενους, προϊσταμένους μεταλλειολόγους. Ήμουν τυχερή, γιατί πρόλαβα αρκετούς από τους πρώτους πρώτους προσληφθέντες, καθώς εκείνοι είχαν να δώσουν και τα περισσότερα ιστορικά στοιχεία και ντοκουμέντα. Μίλησα μαζί τους, μου εξιστόρησαν ο καθένας τη δική του εμπειρία, και μου εμπιστεύθηκαν φωτογραφίες, έγγραφα, ενθύμια. Κατέγραψα μάλιστα και εικόνες με τον τότε συνεργάτη μου Δημήτρη Καλφάκη, ο οποίος στη συνέχεια δημιούργησε και τη σχετική ταινία «Μετάλλου Μνήμη».
Αυτή η έρευνα για εμένα ήταν ένα ταξίδι μαγικό. Ήταν ένα πάζλ, που,καθώς συμπληρωνόταν βήμα βήμα, μου έδινε απίστευτη ικανοποίηση. Αν και δεν είχε διασωθεί ολόκληρο το αρχείο της εταιρείας, ορισμένα πράγματα είχαν διαφυλαχθεί από τον τελευταίο διευθυντή Τάσο Παπαδόπουλο, ο οποίος ήταν ο πρώτος στον οποίο απευθύνθηκα, και με βοήθησε σε μεγάλο βαθμό. Από τότε ακολούθησαν πολλοί που συνέβαλαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με οτιδήποτε μεγάλο ή πολύ μικρό που αποτελεί κομμάτι αυτού του παζλ. Τους ευγνωμονώ όλους και τους αφιερώνω το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας που οφείλεται αποκλειστικά σε αυτούς.

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε κατά τη διάρκεια της έρευνάς σας;
Μέχρι το 2016 είχα συλλέξει σημαντικό όγκο υλικού. Τότε ήταν που άρχισα να αγχώνομαι για την τύχη του. Ένιωθα τόσο “λίγη” στο να το διαχειριστώ μόνη μου, επομένως άρχισα να αναζητώ βοήθεια από φίλους, σχετικούς ή άσχετους, μέχρι και από άγνωστους σε εμένα ανθρώπους,που θεωρούσα ότι μπορούσαν να με βοηθήσουν. Είχα τη μεγάλη τύχη να βρεθούν “ευήκοα ώτα” στον δρόμο μου. Και έτσι, τα αποτελέσματα της επεξεργασίας του υλικού αυτού αναμένονται οσονούπω, σε μία συνεργασία του Δήμου Μυκόνου και της Σχολής των Μεταλλειολόγων του ΕΜΠ.

“Θέλησα, λοιπόν, να συλλέξω υλικό ώστε να καταγραφεί η ιστορία του μεταλλείου της Μυκόνου, το οποίο πρέπει να πούμε ότι δεν είναι απλά κομμάτι της ιστορίας του νησιού, αλλά της μεταλλευτικής ιστορίας όλης της Ελλάδας”.
Αναφέρατε προηγουμένως ότι σας ενδιέφερε πάντα η έρευνα πάνω στην ιστορία και γεγονότα της Μυκόνου. Σκοπεύετε να κάνατε κάποια άλλη έρευνα στο νησί;
Να πω εδώ ότι παράλληλα με την έρευνα για το μεταλλείο, έχω ασχοληθεί–σε πολύ μικρότερο βαθμό– με τους ανεμόμυλους της Μυκόνου και με τα καμίνια που έκαιγαν ασβεστόλιθο, ως προ-βιομηχανικά μνημεία. Επίσης, έχω καταγράψει στοιχεία για τον ηλεκτρικό σταθμό της ΔΕΗ και για το εργοστάσιο οινοπνευματοποιίας Ζάρπα–της «Μπίρας» που λέμε– στη Φάμπρικα. Αυτά τα στοιχεία αναρτήθηκαν στη διαδικτυακή πλατφόρμα ΒΙ.Δ.Α. (Βιομηχανικά Δελτία Απογραφής), μια συλλογική προσπάθεια απογραφής και καταγραφής της Ελληνικής Βιομηχανικής Κληρονομιάς.
Ως προς τα μελλοντικά μου σχέδια, για να είμαι ειλικρινής, αυτή τη στιγμή νιώθω εντελώς καταπονημένη για να επαναλάβω κάτι ανάλογο. Ωστόσο αφήνω ανοιχτό το ενδεχόμενο,αφού είμαι σίγουρη ότι το μυαλό μου δεν θα με αφήσει να ησυχάσω,καθώς έχω συνειδητοποιήσει από όλη αυτή τη διαδρομή πως, συνομιλώντας με τους μεγαλύτερους ανθρώπους του τόπου σου και έχοντας μαζί σου ένα μαγνητοφωνάκι, μπορείς να διασώσεις στοιχεία, αναμνήσεις και ιστορίες που μπορούν να αποδειχτούν θησαυρός για τον ιστορικό του μέλλοντος.