
Βιενούλα: Η ιστορία της θρυλικής υφάντρας της Μυκόνου
Μέσα από μαρτυρίες και διηγήσεις στο ντοκιμαντέρ «Vienoulas English Spoken», που σκηνοθέτησε ο Αντώνης Κιούκας, έρχεται στην επιφάνεια η ιστορία μιας σπουδαίας υφάντρας της Μυκόνου, που άλλαξε τα δεδομένα στο νησί και έφερε την επανάσταση στο υφαντό. Αυτή ήταν η Βιενούλα.
-
31.10.2021 Άννυ Τζαβέλλα
Η γνωστή σε όλους -Μυκονιάτες αλλά και τουρίστες που είχαν την τύχη να ταξιδέψουν στη Μύκονο τη δεκαετία του ’50 και του ’60- Βιενούλα ήταν ίσως η πιο καλόκαρδη, ευγενική και δραστήρια γυναίκα του νησιού. Τα υφαντά της έχουν αφήσει ιστορία και μέχρι σήμερα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Μυκονιάτικης παράδοσης.
Μέσα από το ντοκιμαντέρ «Vienoulas English Spoken» του σκηνοθέτη Αντώνη Κιούκα συλλέγουμε όλες τις πληροφορίες για τη ζωή και το έργο της αξέχαστης υφάντρας της Μυκόνου. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

«Έκανα την ταινία για τη Βιενούλα, ένα πρόσωπο που έκανε γνωστό το μυκονιάτικο υφαντό σε όλον τον κόσμο, γιατί ήταν μια προσωπικότητα που με τον τρόπο της σημάδεψε για πάντα την ιστορία του νησιού». –Αντώνης Κιούκας
Η Βιενούλα Κουσαθανά γεννήθηκε στη Μύκονο τον Ιανουάριο του 1907. Πατέρας της ήταν ο Νικολός ο Καμπούρης και μητέρα της η Αννουσώ. Οι δυο τους ήταν χωριανοί από τον Λάζαρο. Η Βιενούλα, τελειώνοντας το δημοτικό, σε ηλικία 12 ετών ταξίδεψε μαζί με τη νονά της, η οποία την πήρε υπό την προστασία της, στο μακρινό Μάντσεστερ της Αγγλίας. Έμεινε εκεί για περίπου πέντε χρόνια, κατά τα οποία έμαθε τέλεια την αγγλική γλώσσα. Πήγε σχολείο και, μάλιστα, αποτελούσε μια εξαιρετικά κοινωνική προσωπικότητα. Οι γονείς της, αλλά κυρίως η μητέρα της ήταν πολύ χαρούμενη για την κόρη της, που είχε την ευκαιρία να μάθει τόσο καλά αγγλικά και να μιλάει άπταιστα μια εντελώς ξένη για εκείνη γλώσσα. Η Βιενούλα, βέβαια, της απαντούσε «Τι να τα κάμω τα αγγλικά; Με ποιόν θα μιλάω εδώ;». Αυτό που δεν ήξερε όμως τότε, ήταν το γεγονός ότι τα αγγλικά θα αποτελούσαν σημαντικό προνόμιο από τη στιγμή που η Μύκονος μπήκε έντονα στον τουριστικό χάρτη -δηλαδή από τη δεκαετία του 1950 και μετά.
Το 1925 επέστρεψε στον τόπο της και σχεδόν αμέσως ξεκίνησε να ασχολείται με τον αργαλειό της μητέρας της. Έμαθε να υφαίνει και πλέον αυτή ήταν η αγαπημένη της ασχολία. Τότε ήταν που γνώρισε και τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερό της, Δημήτρη Κουσαθανά, στον οποίο έδωσε το παρατσούκλι «μπέμπης». Το 1933 παντρεύτηκαν και απέκτησαν πέντε παιδιά, την Αννουσώ, τον Παναγιώτη, την Ανεζώ, την Αμαλία και τον Νικολό. Έπειτα, ήρθε ο πόλεμος, με τη Βιενούλα να αποδεικνύεται εξαιρετικά βοηθητική -αφού ήξερε αγγλικά και μπορούσε μέσα από ασυρμάτους να στέλνει μηνύματα από το Μοναστήρι της Άνω Μεράς.
Με το τέλος του πολέμου ξεκίνησε η απόβαση των πρώτων τουριστών στο νησί των ανέμων. Η Βιενούλα, εκείνη την περίοδο, ήταν ίσως και η μοναδική ντόπια που μιλούσε αγγλικά. Όταν η φωτογράφος Florance Henri επισκέφτηκε το νησί, γνώρισε τη Βιενούλα και της έβαλε την ιδέα να σταματήσει να εργάζεται για άλλους και να ανοίξει το 1950 το δικό της μαγαζί, με αποκλειστικά δικές της δημιουργίες. Κάπως έτσι, δημιουργήθηκε ένα μικρό μαγαζάκι με μία χαρακτηριστική ταμπέλα απ’ έξω που έγραφε «English Spoken». Σε αυτό το μικρό μαγαζάκι έμπαινε κάθε ξένος που έπαιρνε την απόφαση να επισκεφτεί τη Μύκονο. Ο χώρος μέσα ήταν γεμάτος με ράφια και παντού έβλεπες χειροποίητα υφάσματα, σακάκια, ζακέτες, φούστες, καπέλα, γραβάτες, ανάμεσα σε χαλιά, τραπεζομάντηλα και κουβέρτες. Και μέσα σε όλα αυτά ένας αργαλειός και μια γυναίκα με λαμπερά μαύρα μάτια και καλοχτενισμένα γκρίζα μαλλιά έτοιμη να σε υποδεχτεί με ένα πλατύ χαμόγελο και μία ζεστή αγκαλιά.

«Αποφάσισα να ασχοληθώ λίγο με τους ανθρώπους του τόπου μου, αλλά όχι απαραίτητα με τους επώνυμους και τα δημόσια πρόσωπα. Αντίθετα, προτίμησα να αναδείξω τη ζωή και το έργο ανθρώπων καθημερινών, που με έναν τρόπο “μυστικό” θα τον έλεγα, σημάδεψαν αυτόν τον τόπο τον αιώνα που πέρασε».
–Αντώνης Κιούκας
Από τη Μύκονο πέρασαν αμέτρητοι καλλιτέχνες, ακόμα και διασημότητες από κάθε γωνιά της Γης. Ποιητές, λογοτέχνες, αρχιτέκτονες, χορευτές, σχεδιαστές μόδας, μουσικοί και ζωγράφοι επισκέπτονταν τη Μύκονο για να γνωρίσουν την κουλτούρα, τον πολιτισμό και την περιβόητη ζωή της. Με κάποιους από αυτούς, μάλιστα, δημιούργησε και φιλίες ζωής. Όλοι αυτοί έκαναν πάντα και μια στάση στο μικρό μαγαζάκι της Βιενούλας για να τη γνωρίσουν από κοντά.
Όσον περνούσαν τα χρόνια, η Βιενούλα έφτασε στο σημείο να έχει στη δούλεψή της 50 υφάντρες. Είχε δημιουργήσει μία τεράστια επιχείρηση για τα δεδομένα του νησιού -και όχι μόνο- στο κατά τα άλλα «μικρό» μαγαζάκι της. Ωστόσο, οι 50 υφάντρες και πάλι δεν ήταν αρκετές για να καλύψουν τη ζήτηση που είχε τότε το υφαντό της. Ήταν μια γυναίκα γεμάτη αυτοπεποίθηση και όρεξη γαι δουλειά, με αποτέλεσμα να φέρει κατά κάποιο τρόπο την επανάσταση στο μυκονιάτικο υφαντό. Άλλαξε τον τρόπο πλέξης, χρησιμοποιούσε έντονα χρώματα και συνδυασμούς που άλλοι δεν θα τολμούσαν, ενώ παράλληλα έβαφε η ίδια το μαλλί με βότανα που μάζευε μόνη της -ακριβώς όπως της είχε μάθει η μητέρα της. Τόλμησε να κάνει αυτά που άλλοι δεν τολμούσαν και ξάφνιασε πραγματικά τους πάντες.
Τον Οκτώβρη του 1984 έφυγε από τη ζωή ο άντρας της και μετά από δύο μήνες, στις 20 Δεκεμβρίου, τον ακολούθησε και η Βιενούλα. Αυτός ο ανοιτόμυαλος άνθρωπος, η στοργική γυναίκα, μητέρα και γιαγιά, η ανοιχτόκαρδη προσωπικότητα είχε φύγει πλέον από τη ζωή, αφήνοντας πίσω της σπουδαία κληρονομιά. Η ιστορία της έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό όποιου είχε την τύχη να την ακούσει, να τη δει ή να τη γνωρίσει.
Το Mykonos Post επικοινώνησε με τον σκηνοθέτη Αντώνη Κιούκα, ο οποίος μοιράστηκε ορισμένες σκέψεις του σχετικά με την δημιουργία και την υλοποίηση του ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε το 2015.

«Έχω κάνει τρία ντοκιμαντέρ για προσωπικότητες της Μυκόνου που ξεχώρισαν: για τη Βιενούλα, την Καλλιόπη και τον Παπαγιώρη Ζουγανέλη. Αποφάσισα να ασχοληθώ με τους ανθρώπους του τόπου μου, αλλά όχι απαραίτητα με τους επώνυμους και τα δημόσια πρόσωπα. Αντίθετα, προτίμησα να αναδείξω τη ζωή και το έργο ανθρώπων καθημερινών, που με έναν τρόπο “μυστικό” θα τον έλεγα, σημάδεψαν αυτόν τον τόπο τον αιώνα που πέρασε. Έτσι, έφτιαξα αυτές τις τρεις ταινίες», εξηγεί. «Έκανα την ταινία για τη Βιενούλα, ένα πρόσωπο που έκανε γνωστό το μυκονιάτικο υφαντό σε όλον τον κόσμο, γιατί ήταν μια προσωπικότητα που με τον τρόπο της σημάδεψε για πάντα την ιστορία του νησιού», συμπληρώνει με ειλικρίνεια. Και εμείς δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε αν ο κ. Κιούκας συνάντησε δυσκολίες κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, κατά τη διάρκεια της έρευνας ή ακόμη και στην τελική επεξεργασία του ντοκιμαντέρ. Ο ίδιος μας απαντά ξεκάθαρα: «Δεν αντιμετώπισα καμία δυσκολία. Το αντίθετο θα έλεγα. Ποιος να μη θέλει να μιλήσει για ένα φίλο του ή για την οικογένειά του; Δεν υπήρχαν αιχμές πολιτικές ή άλλης φύσεως, οπότε ήταν ουσιαστικά μια ταινία για απλούς καθημερινούς ανθρώπους. Με τα καλά τους και με τα κακά τους. Όπως είμαστε όλοι. Συνεπώς οι άνθρωποι μίλησαν, τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν επιτυχώς και το τελικό αποτέλεσμα το είδατε και μόνοι σας».