Μιχάλης Ράμπιας: Ο τσαγκάρης από τη Μύκονο που έγραψε τη δική του ιστορία
Ξεκίνησε να πουλάει τα χειροποίητα σανδάλια του σε τουρίστες στη Δήλο. Στην πορεία, το επιχειρηματικό πνεύμα, αλλά και η διορατικότητά του, τον βοήθησαν να εξελιχθεί, να αποκτήσει το δικό του κατάστημα στη Μικρή Βενετία και να γράψει τη δική του ιστορία. Η εγγονή του, Μαρία Ράμπια, η οποία έχει αναλάβει την οικογενειακή επιχείρηση «Mykonos Sandals», ξεδιπλώνει το κουβάρι της ζωής του καλλιτέχνη παππού της, Μιχάλη Ράμπια και συγκινεί.
Ο Μιχάλης Ράμπιας, ήταν ένα από τα έξι αγόρια της οικογένειας Ράμπια. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μύκονο. Το παρατσούκλι του ήταν «Κιμηλιός», διότι ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Ράμπιας, καταγόταν από την Κίμωλο. Κάποια στιγμή, η ζωή τον έφερε στη Μύκονο. Εκεί γνώρισε και παντρεύτηκε μια Μυκονιάτισα και μαζί απέκτησαν την οικογένειά τους. «Ο παππούς μου γεννήθηκε με την βοήθεια της μαμής στο σπίτι της οικογένειας στη Μύκονο, το 1925. Εκείνα τα χρόνια, όλα τα παιδιά γεννιόντουσαν στα σπίτια», περιγράφει στο Mykonos Post η εγγονή του, Μαρία Ράμπια.
“Παράλληλα με την τέχνη του τσαγκάρη, ο παππούς μου μάθαινε να παίζει σαντούρι. Μάλιστα, ήταν από τους λίγους που δεν είχε μάθει να παίζει με το αυτί. Ήξερε να διαβάζει νότες. Ακόμα και σήμερα, έχω ένα τετράδιο με πεντάγραμμο, στο οποίο σημείωνε και μελετούσε”
Τα σανδάλια και οι πρώτες πωλήσεις στη Δήλο
Το πατρικό σπίτι της οικογένειας Ράμπια ήταν σε ένα στενό πριν τα Ματογιάννια, πολύ κοντά στο σημείο που βρίσκεται η τράπεζα Alphabank στη Φάμπρικα. Εκτός από τον Μιχάλη, οι γονείς απέκτησαν πέντε ακομα αγόρια και ένα κορίτσι. Μεγαλώνοντας, αποφάσισε να μάθει την τέχνη του τσαγκάρη. «Εκείνα τα χρόνια υπήρχε μεγάλη φτώχεια. Οπότε, ήταν επιτακτική ανάγκη το παιδί να μάθει κάποια τέχνη. Βέβαια, ο πατέρας του παππού μου ήταν μουσικός. Καλλιτέχνης. Οι περισσότεροι από την οικογένεια του παππού μου, έμαθαν να παίζουν μουσικά όργανα. Παράλληλα με την τέχνη του τσαγκάρη, ο παππούς μου μάθαινε να παίζει σαντούρι. Μάλιστα, ήταν από τους λίγους που δεν είχε μάθει να παίζει με το αυτί. Ήξερε να διαβάζει νότες. Ακόμα και σήμερα, έχω ένα τετράδιο με πεντάγραμμο, στο οποίο σημείωνε και μελετούσε», εξηγεί η Μαρία Ράμπια.
“Ο παππούς μου πήγαινε με το καϊκι του πεθερού του στη Δήλο, έπαιρνε μαζί του τα σανδάλια που έφτιαχνε και τα πουλούσε στους τουρίστες που επιβιβάζονταν στο καϊκι. Αν γυρνούσε πίσω και είχε πουλήσει τέσσερα-πέντε ζευγάρια σανδάλια, στο σπίτι είχαν πανηγύρι”
Στη Μύκονο της δεκαετίας του ’30, υπάρχει μεγάλη φτώχεια. Οπότε, δεν υπάρχουν ιδιαίτερα περιθώρια, καθότι η μάχη της επιβίωσης είναι καθημερινή. Ο Μιχάλης Ράμπιας μαθαίνει την τέχνη από ένα Μυκονιάτη τσαγκάρη. Τις δεκαετίες του ’30 και του ’40 δεν υπάρχουν μαγαζιά και επιχειρήσεις στη Μύκονο. «Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 ξεκίνησε να έρχεται κόσμος στο νησί. Αφορμή, όμως, δεν ήταν η Μύκονος αλλά η Δήλος που ήταν ένας αρχαιολογικός προοσρισμός για Έλληνες και ξένους τουρίστες. Ο παππούς μου πήγαινε με το καϊκι του πεθερού του στη Δήλο, έπαιρνε μαζί του τα σανδάλια που έφτιαχνε και τα πουλούσε στους τουρίστες που επιβιβάζονταν στο καϊκι. Άπλωνε τα σανδάλια στο λιμανάκι που άφηναν τους τουρίστες στη Δήλο και έτσι τα πουλούσε. Ειδικά αν γυρνούσε πίσω και είχε πουλήσει τέσσερα-πέντε ζευγάρια σανδάλια, στο σπίτι είχαν πανηγύρι», περιγράφει στο Mykonos Post η Μαρία Ράμπια.
Τσαγκάρης και συνάμα καλλιτέχνης
Ουσιαστικά, ο Μιχάλης Ράμπιας ξεκινά το εμπόριο με τα σανδάλια από το καΐκι του πεθερού του και έξω από τον αρχαιολογικό χώρο της Δήλου. «Ο παππούς μου είχε διηγηθεί πως από τον αέρα, πολλές φορές δεν έφταναν στο παλιό λιμάνι, με αποτέλεσμα να ρίχνουν άγκυρα στον Αη Γιάννη που βρίσκεται δίπλα από τον Ορνό και πήγαιναν στο σπίτι στα Ματογιάννια με τα πόδια, έχοντας στους ώμους του ένα τσουβάλι με σανδάλια. Όμως, για εκείνον δεν ήταν κάτι δύσκολο, αλλά μια καθημερινότητα», προσθέτει η Μαρία Ράμπια. Η επαγγελματική δραστηριότητα του Μιχάλη Ράμπια στα σανδάλια, θα συνεχιστεί με τον ίδιο τρόπο και την δεκαετία του 1960. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’60 θα νοικιάσει το πρώτο του κατάστημα στην καρδιά της Χώρας, εκεί που βρίσκεται σήμερα το εστιατόριο Katrin. Πρόκειται για ένα σχετικά ευρύχωρο κατάστημα, με την επωνυμία «Μιχάλης Ράμπιας: Leather Sandals», το οποίο στο πίσω μέρος του είχε ένα χώρο που ο Μιχάλης Ράμπιας είχε τα μηχανήματά του. «Μέχρι και την δεκαετία του 1990, ο παππούς μου έφτιαχνε μόνος του τα σανδάλια», συμπληρώνει.
Δεξιά: Ο Μιχάλης Ράμπιας στα 80's στο νέο του μαγαζί στη Μικρή Βενετία.
“Οι πρώτες εικόνες που έχω από τον παππού μου είναι από το σπίτι του και συγκεκριμένα από το πίσω δωμάτιο που κούρδιζε με τις ώρες το σαντούρι του. Δεν έλεγε πολλά, αλλά δεν ήταν βαρύς. Απεναντίας, ήταν ένας χαμογελαστός άνθρωπος”
Βέβαια, πριν ακόμα νοικιάσει το μαγαζί, ο Μιχάλης Ράμπιας εργαζόταν ως τσαγκάρης στο σπίτι του. Παράλληλα με την ιδιότητά του ως τσαγκάρης, έβγαζε και αρκετά χρήματα από τη μουσική, καθώς έπαιζε σαντούρι. «Τα περισσότερα χρήματα, ο παππούς μου τα έβγαζε από πανηγύρια, γάμους, βαπτίσεις, γιορτές. Οι Μυκονιάτες ήταν και εξακολουθούν να είναι μεγάλοι γλεντζέδες. Θυμάμαι τον παππού να φεύγει με το σαντούρι και να γυρνάει ύστερα από δυο μέρες. Τα γλέντια κρατούσαν μερόνυχτα. Ο παππούς μου είχε ένα χάρισμα. Ήταν πάρα πολύ γεναιόδωρος και οικονόμος ταυτόχρονα, το οποίο ήταν κάτι το καταπληκτικό. Με τα χρήματα που μάζεψε, κατάφερε να αγοράσει στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ένα χώρο στη Μικρή Βενετία, ένα κατάστημα που λειτουργεί μέχρι σήμερα», λέει με συγκίνηση η Μαρία Ράμπια στο Mykonos Post.
Αρχικά, ο Μιχάλης Ράμπιας, νοίκιαζε το συγκεκριμένο κατάστημα, το οποίο λειτουργούσε ως ουζερί, ενώ μόλις τον ειδοποίησαν πως πρέπει να αφήσει το οίκημα που ήταν δίπλα στο Katrin, μετακόμισε εκεί, στον δικό του χώρο. Ποιές είναι άραγε οι πρώτες μνήμες της Μαρίας Ράμπια από τον παππού της; «Οι πρώτες εικόνες που έχω από τον παππού μου είναι από το σπίτι του και συγκεκριμένα από το πίσω δωμάτιο που κούρδιζε με τις ώρες το σαντούρι του. Δεν έλεγε πολλά, αλλά δεν ήταν βαρύς. Απεναντίας, ήταν ένας χαμογελαστός άνθρωπος. Όταν ήμουν παιδάκι, πήγαινα στο μαγαζί και από 13 ετών τον βοηθούσα τα καλοκαίρια στις πωλήσεις. Βέβαια, ποτέ δεν είχα φανταστεί τον εαυτό μου να αναλαμβάνει τα ηνία. Και αυτό, διότι ήθελα να σπουδάσω και να ταξιδέψω στο εξωτερικό. Αυτό και έκανα, καθώς σπούδασα στην Αγγλία», παραδέχεται η Μαρία Ράμπια.
Η επιθυμία του Μιχάλη Ράμπια
Ο Μιχάλης Ράμπιας έφυγε από τη ζωή το 2007, σε ηλικία 82 ετών. Λίγα χρόνια πιο πριν, είχε σταματήσει να εργάζεται. «Οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να εργάζονται μια ζωή, όταν σταματούν δεν το αντέχουν. Η αλήθεια είναι πως το 2001 σχεδόν με το ζόρι του είπαμε πως πρέπει να σταματήσει να πηγαίνει στο μαγαζί», λέει στο Mykonos Post η Μαρία Ράμπια και συνεχίζει: «Η επιθυμία του παππού ήταν να αναλάβει το μαγαζί η εγγονή του που είχε το ίδιο όνομα με εκείνον. Η αδελφη μου (σ.σ: το όνομα της είναι Μιχαηλία), ήθελε να κάνει άλλα πράγματα και έτσι το κατάστημα το ανέλαβα εγώ. Και το ανέλαβα δυο χρόνια ύστερα από το θάνατο του παππού», εξομολογείται στο Mykonos Post. Μολονότι ο Μιχάλης Ράμπιας είχε σταματήσει να εργάζεται, εξακολουθούσε να περνάει από το μαγαζί και να καμαρώνει για τους άξιους συνεχιστές της μικρής του επιχείρησης.
“Όσοι γνώριζαν τον παππού μου, με βλέπουν και μου λένε πως το στυλ μου έχει κάτι που τους τον θυμίζει. Αυτό που εγώ πάντα θαύμαζα στον παππού ήταν η διορατικότητά του, ο αέρας και ο τρόπος του. Δεν τον επηρέαζε τίποτα”
Το τσαγκαράδικο του Ράμπια ήταν ένα από τα τρια πιο γνωστά της Μυκόνου. Τα υπόλοιπα δυο ήταν του Καμπάνη και του Λιοντή. «Ο Λιοντής και ο παππούς έκαναν πολύ καλή παρέα. Και αυτό στο λέω, διότι και οι δυο ήταν πιο παλιοί από τον Καμπάνη», εξηγεί η Μαρία Ράμπια, η οποία εδώ και δεκατρία χρόνια είναι επικεφαλής της επιχείρησης που ξεκίνησε ο παππούς της. Μιας επιχείρησης που μετρά 74 ολόκληρα χρόνια. «Η Μύκονος είναι ένα τουριστικό μέρος και ευτυχώς έχουμε δουλειά. Μάλιστα, για τα 75 χρόνια της επιχείρησης σκεφτόμαστε να κάνουμε κάποιο event για να το γιορτάσουμε», τονίζει στο Mykonos Post. Όση ώρα μιλάμε, έχω απέναντί μου ένα δυναμικό και ευχάριστο άνθρωπο. Έχει, άραγε, πάρει κάτι από τον χαρακτήρα του ταλαντούχου παππού της; «Όσοι τον γνώριζαν και με βλέπουν, μου λένε πως το στυλ μου έχει κάτι που τους τον θυμίζει. Αυτό που πάντα θαύμαζα στον παππού ήταν η διορατικότητά του, ο αέρας και ο τρόπος του. Δεν τον επηρέαζε τίποτα», λέει με συγκίνηση.
Το όνειρο της Μαρίας Ράμπια, θα ήταν το μαγαζί που κληρονόμησε από το παππού της, να συνεχίσει και στις επόμενες γενιές. «Όπως το παρέλαβα και εγώ από τους γονείς μου, θα προτιμούσα να μην κλείσει και θα ήθελα να το αναλάβει η κόρη μου. Η Μύκονος είναι το μέρος που γεννήθηκα, ο τόπος μου και οι αναμνήσεις μου», λέει με ειλικρίνεια. Εδώ και πολλά χρόνια, η επωνυμία του καταστήματος είναι «Mykonos Sandals» και εξακολουθεί να βρίσκεται στο ίδιο μέρος. Σε ένα σοκάκι ακριβώς πίσω από τη Μικρή Βενετία, με τη Μαρία Ράμπια να είναι εκεί και να υποδέχεται τον κόσμο με ένα μεγάλο, πλατύ και εγκάρδιο χαμόγελο.