Όταν φτάνω βρίσκεται ήδη εκεί, καθισμένος στον κόκκινο γωνιακό καναπέ. Με υποδέχεται με το ζεστό χαμόγελο και αυτήν την φωτεινή «ηλιακή» ενέργεια που τον διακρίνει και με κάνει να τον αποκαλώ, πειράζοντάς τον, Roi Soleil – βασιλιά ήλιο. Που έτσι κι αλλιώς είναι, ο βασιλιάς της μόδας.
Όσες φορές είχαμε ξανασυναντηθεί, τον «πυροβολούσα» με ερωτήσεις, ρωτώντας τον ό,τι μου ερχόταν στο μυαλό, αφού κανένας σχεδιαστής μόδας δεν συνδυάζει όσα εκείνος – έχει ζήσει σαν ροκ σταρ, έχει κολλητή τη Madonna, λατρεύει την πανκ και την disco, τη Εurovision και το “Eurotrash”, αγαπά τη Μεγάλη Βρετανία και τη Μύκονο, είναι ερωτευμένος με το ανατρεπτικό, το σουρεάλ, το punk, το street chic, το camp, τους ωραίους άντρες, τις φαντασμαγορικές γυναίκες, το διαφορετικό… Στο χώρο της μόδας δεν έχω θαυμάσει κανέναν όσο τον Jean Paul Gaultier.
Tο καλοκαίρι είδα δύο φορές στο Λονδίνο το αυτοβιογραφικό του glam musical “Fashion Freak Show”, τη μία από τις δύο καθισμένη δίπλα στον virtual artist Pandemonia, που ήταν όλος ντυμένος με latex σαν ζωντανή κούκλα και εμπέδωσα για τα καλά τους λόγους που με συγκινεί όσο κανένας άλλος. Ο Gaultier είναι ένας διαχρονικός έφηβος, ένας gentleman, ένας προσγειωμένος καλλιτέχνης. Ο πρώτος provocateur της μόδας, για πάντα enfant terrible, που παρατηρεί τον κόσμο γύρω του με ψυχραιμία και τους ανέμπνευστους καιρούς που ζούμε τους δικαιολογεί ως «κύκλους» που πρέπει αναγκαστικά να ολοκληρωθούν για να προχωρήσουμε. Σε όλη του τη διαδρομή αμφισβητούσε τις συμβάσεις, παρουσιάζοντας φορέματα με κωνικούς κορσέδες και πνευματώδεις παραλλαγές γαλλικών βασικών ειδών όπως ο μπερές και η ναυτική φανέλα…

Τα θυμάμαι όλα αυτά ενώ περιμένουμε το φαγητό μας, απολαμβάνοντας εν τω μεταξύ ουζάκι, το αγαπημένο του ποτό. Γελάμε όταν λέει μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι οι κλασικές ρίγες στα trademark μπλουζάκια του θα έπρεπε να είναι κάθετες και όχι οριζόντιες, για να μας κολακεύουν αν τσιμπήσουμε κανένα κιλό! Καθόλου δύσκολο με πλανήτες στον Ταύρο και τρώγοντας τα ζουμερά καλαμαράκια της Αργυρώς, που όμως μπαίνουν σε δεύτερο πλάνο όταν ο Jean Paul αρχίζει να μιλάει με πάθος, ευφράδεια και χιούμορ. Ένας πραγματικός χείμαρρος, περνάει με ταχύτητα από το ένα θέμα στο άλλο, χωρίς ποτέ να χάνει τον ειρμό του, ταξιδεύοντας τον συνομιλητή του μέσα από παράλληλες διαδρομές στον υπέροχο και αυθεντικά λαμπερό κόσμο του.
Ξεκινάω, από τι άλλο; από την πρώτη μούσα του, τη Νανά, το αρκουδάκι που πρωταγωνιστεί στο σόου του και για το οποίο μιλάει πάντα με μεγάλη αγάπη και θαύμασα live στο θρυλικό σόου του Graham Norton στο Channel 4, όταν είχε πάει να μιλήσει για την περίφημη αναδρομική του έκθεση στο Victoria and Albert Museum.
«Ναι, είναι η πρώτη μου μούσα! Το “απόσταγμα” όλης μου της ζωής. Είναι λίγο νεότερη από μένα, 64 ετών! Ένα γλυκό μουσειακό τερατάκι», μου λέει, εξηγώντας μου ότι οι γονείς του, αν και ανοιχτόμυαλοι δεν του πήραν την κούκλα που ήθελε στα 8 του χρόνια, κι έτσι αναγκάστηκε να μεταμορφώσει το αρκουδάκι του στο πρώτο του μοντελο-πειραματόζωο. «Τη Νανά τη χρησιμοποιούσα σαν κούκλα. Σε εκείνη έφτιαξα και το πρώτο κωνικό σουτιέν που αργότερα αποθέωσε η Μαντόνα. Τη χτένιζα, της κολλούσα μαλλιά σε διάφορα χρώματα, την έβαφα, της ζωγράφισα φρύδια, της έβαζα πούδρα. Ήταν η πρώτη transgender κούκλα! Στο γάμο της Φαμπιόλα της έφτιαξα νυφικό από πετσέτες! Την υπέβαλα μέχρι και σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς, όταν έκανε την πρώτη τέτοια στον Καναδά ο Dr. Barnard, αλλά την τομή τη χάραξα στην κοιλίτσα της, για να μη χαλάσω το σουτιέν!» αποκαλύπτει γελώντας τρανταχτά.
Μου είχες πει παλαιότερα Jean Paul ότι η γιαγιά σου ήταν η μεγάλη σύμμαχός σου στο παιδικό σου “ατελιέ”.
Ναι! Με άφηνε να κάνω τα πάντα. Τρελαινόμουν να παρατηρώ πώς φορούσε τους κορσέδες. Μαγικό αξεσουάρ. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι είναι. Μου τα εξηγούσε όλα και δεν θα ξεχάσω ότι έπινε ξύδι για να διατηρεί τη μέση στενή. Είχε πολλούς κορσέδες σε διάφορα χρώματα και υφάσματα. Χρόνια μετά, στη Νέα Υόρκη, είδα ένα μιούζικαλ, το Nine, όπου φορούσαν όλες σομόν κορσέδες που μου θύμισαν αυτούς της γιαγιάς μου. Τότε σκέφτηκα να τους βάλω στην κολεξιόν μου και έφτιαξα τον “ροκ κορσέ” – πάντα πρωτότυπος, ποτέ κόπια, ο κάθε ένας διαφορετικός, από υπέροχα υφάσματα. Στην ίδια κολεξιόν έκανα και τις μαρινιέρες. Τα trademarks μου δηλαδή.

Η Μαντόνα ξέρει πως δεν ήταν εκείνη η έμπνευση για το cone bra;
Όχι, νομίζει ότι το σχεδίασα για εκείνην. Έβλεπα τα σουτιέν στα ειδικά περιοδικά με πατρόν και τα έκοβα, φτιάχνοντας ρούχα για τη Νανά. Τα πάντα για μένα ήταν έμπνευση, ακόμα και το τραπεζομάντηλο. Έκοβα κυκλικά ένα ύφασμα και το τύλιγα γύρω από το αρκουδάκι μου – έτοιμη η φούστα. Ήταν και η μητέρα μου μέσα στο κόλπο, γενικά είμασταν όλοι πολύ creative. Το όνομά της η Νανά το πήρε από την ταινία του 1944, από το βιβλίο του Ζολά, με ηρωίδα τη Lupe Velez που έπαιζε το ζωηρό κορίτσι που έκανε πεζοδρόμιο.
Από παιδάκι είχες αδυναμία στο διαφορετικό;
Πάντα. Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρός, στο σχολείο, με είχε καταγοητεύσει η φυσική κατακόκκινη άφρο κουπ των μαλλιών μιας συμμαθήτριας μου. Πάντα εκτιμούσα περισσότερο αυτούς και αυτά που ξεχώριζαν και όχι τα comme il faut.
Ξέρω πως πάντα προωθούσες το body positivity…
Πιστεύω πως αυτό που συμβαίνει είναι καλό, είναι πάντα κάτι που στήριζα. Ελπίζω να μην είναι μια μόδα που θα περάσει. Έτσι όμως είναι οι επαναστάσεις και τα κινήματα, όλα κάνουν κύκλους και επιστρέφουν στο ίδιο σημείο. Δεν είμαι κοινωνικός αναλυτής, αλλά μπορώ να μιλήσω για τη μόδα. Η μόδα αποτυπώνει την κοινωνία και οι επαναστάσεις, μικρές ή μεγάλες, πάνε συνήθως κόντρα στο mainstream. Όταν πια όλα επιτρέπονται, τα πράγματα χαλαρώνουν κάπως. Πλέον όλοι και όλα είναι πολιτικοποιημένα. Tουλάχιστον στη Γαλλία, νομίζω όμως πως και εδώ, στην Ελλάδα, από την οποία κληρονομήσαμε πολλά.

Από τι εμπνέεσαι;
Από τα πάντα γύρω μας. Από όσα συμβαίνουν, όσα βλέπουμε, από την αρχιτεκτονική, από όλα… Τα κινήματα της μόδας εξάλλου καθρεφτίζουν την κοινωνία. Το πανκ -που το λατρεύω– αντιπροσώπευε την αντίδραση των Εγγλέζων στον θεσμό της βασιλείας και στις συμβάσεις. Ήταν μια κοινωνική επανάσταση. Η μόδα είναι ο καρπός της πολιτικής.