Άρης Τερζόπουλος: «Όταν αντίκρισα για πρώτη φορά τη Μύκονο, ηταν εκτυφλωτική, λες και βρισκόταν στο διάστημα»
Έζησε την εποχή που το νησί δεν είχε λιμάνι και σε έβγαζε βαρκάκι στη στεριά. Θυμάται να σκαρφαλώνει παρέα με χίπιδες τα κοφτερά βράχια για να πάει από τον Πλατύ Γυαλό στο Paradise και περιγράφει στο Mykonos Post τη δική του Μύκονο με μυθιστοριματικό τρόπο. Και το κάνει με ιδιαίτερη ευκολία γιατί είναι ο Άρης Τερζόπουλος.
Το όνομά του είναι άμεσα συνδεδεμένο με τα έντυπα στην Ελλάδα, μιας και ο πατέρας του, Ευάγγελος Τερζόπουλος, ήταν πρωτοπόρος στον περιοδικό τύπο, με το περιοδικό «Γυναίκα», να κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα περίπτερα τον Φεβρουάριο του 1950. Το εκδοτικό δαιμόνιο, ήταν κάτι που κληρονόμησε και ο ίδιος ο Άρης, καθώς αρκετά χρόνια ύστερα από την «Γυναίκα», το 1987, γίνεται μια δεύτερη εκδοτική επιτυχία με το λανσάρισμα του περιοδικού «ΚΛΙΚ». Από την πρώτη χειραψία και το πρώτο βλέμμα, συνειδητοποιείς ότι έχεις απέναντί σου έναν χορτασμένο άνθρωπο, ο οποίος αντιμετώπισε τις αποτυχίες του με την ίδια ηρεμία που καλωσόρισε και τις επιτυχίες που ήρθαν.
«Ο αέρας της Μυκόνου έχει κάτι που σου προκαλεί μέθη και ευφορία»
Πέρα από ευφυής και διορατικός, ο Άρης ήταν ανέκαθεν μοναχικός άνθρωπος. Του άρεσε η απομόνωση, το διάβασμα, οι ωραίες και δημιουργικές συζητήσεις, αλλά και τα ενδιαφέροντα ταξίδια. «Η πρώτη φορά που πήγα μόνος μου διακοπές, ήταν το 1962, σε ηλικία μόλις 17 ετών στη Σκιάθο. Μολονότι πήγα μόνος μου, επέστρεψα στην Αθήνα με μια παρέα 30 ατόμων. Το νησί, όμως, που με κέρδισε ολοκληρωτικά ήταν η Μύκονος, την οποία επισκέφθηκα για πρώτη φορά το Πάσχα του 1970. Το 1970 και εντελώς ξαφνικά και απότομα, άλλαξε η Ελλάδα, διότι μέσα σε ένα χρόνο ήρθε ο χιπισμός. Τον χειμώνα του 1970 ήμασταν με τα κοστούμια και το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου βρεθήκαμε όλοι με γένια, μακριά μαλλιά και χαϊμαλιά. Από την άλλη, η Μύκονος εκείνη την εποχή, είχε ξεκινήσει να ακούγεται έντονα, οπότε με μια μεγάλη παρέα που είχαμε τότε, αποφασίσαμε να την επισκεφτούμε», εξομολογείται. Παρότι έχει περάσει πάνω από μισός αιώνας από εκείνο το πρώτο ταξίδι στη Μύκονο, ο Άρης Τερζόπουλος θυμάται με λεπτομέρειες την πρώτη φορά που αντίκρισε το νησί, αλλά και τα συναισθήματα που του γεννήθηκαν ύστερα από εκείνη την πρωτόγνωρη εμπειρία. «Τα καράβια που πήγαιναν το 1970 στη Μύκονο ήταν αρκετά μικρότερα από τα σημερινά. Λιμάνι δεν υπήρχε. Οπότε μόλις φτάσαμε στο νησί, αποβιβαστήκαμε κατά ομάδες σε ένα μικρό βαρκάκι που μας μετέφερε στη στεριά. Όταν αντίκρισα για πρώτη φορά τη Μύκονο, ηταν εκτυφλωτική, λες και βρισκόταν στο διάστημα. Ενα μαγικό πράγμα και συνάμα η πιο έντονη ανάμνηση που έχω από την πρώτη μου επίσκεψη. Ο αέρας της Μυκόνου, εκτός από ωραίος, αναζωογονιτικός και άγριος, έχει κάτι που σου προκαλεί μια μέθη, μια ευφορία και ένα κέφι. Φαντάσου πως το νησί έφτανε μέχρι τη Φάμπρικα (σ.σ: Η αφετηρία των ΚΤΕΛ). Μετά υπήρχε η Άνω Μερά, ένα μικρό χωριουδάκι στο βόρειο τμήμα του νησιού, η παραλία του Αγίου Στεφάνου με δυο εκπληκτικά ταβερνάκια, η Ψαρρού που πήγαινες είτε με λεωφορείο, είτε με ταξί (υπήρχαν πέντε με έξι στο νησί) και ο Πλατύς Γυαλός. Οπότε οι επιλογές για μπάνιο ήταν συγκεκριμένες. Μάλιστα, είχε τύχει αρκετές φορές να πάμε από τη Χώρα στην Ψαρρού με τα πόδια. Φαντάσου, πως τα Ματογιάννια δεν υπήρχαν. Ήταν απλά ένας δρόμος με σπιτάκια χωρίς καθόλου μαγαζιά. Όσον αφορά το κομμάτι της διασκέδασης υπήρχαν μόνο οι 9 Μούσες του Κώστα Ζουγανέλη και το Remezzo του Μάκη Ζουγανέλη».
“Ο αέρας της Μυκόνου, εκτός από ωραίος, αναζωογονιτικός και άγριος, έχει κάτι που σου προκαλεί μια μέθη, μια ευφορία και ένα κέφι.”
«Την Μύκονο δεν την αγάπησα απλά. Την ερωτεύτηκα»
Το πρώτο ταξίδι του Άρη Τερζόπουλου στην Μύκονο διήρκησε δέκα μέρες. Δέκα μέρες γεμάτες από περιπέτεια και ανακαλύψεις. «Προτιμούσαμε να μην παίρνουμε το λεωφορείο για τις παραλίες, οπότε σκαρφαλώναμε τα βράχια από την Ψαρρού και περνούσαμε τον Πλατύ Γυαλό, την Παράγκα για να φτάσουμε στο Paradise στο Μπλιντρί. Αυτό που βλέπαμε κατά τη διάρκεια της διαδρομής ήταν διάφορους τύπους, με γένια, μακρυά μαλλιά, σανδάλια. Όταν κατεβήκαμε στο Paradise, βρεθήκαμε σε μια μεγάλη παραλία, στην οποία όλοι όσοι βρίσκονταν εκεί ήταν γυμνοί. Αυτό ήταν κάτι που βλέπαμε για πρώτη φορά, διότι ο γυμνισμός στην Ελλάδα ήταν κάτι μη διαδεδομένο και ασυνήθιστο. Αν και ντρεπόμασταν, κάναμε και εμείς μπάνιο γυμνοί και στην πορεία το συνηθίσαμε», λέει γελώντας. Από εκείνο το Πάσχα του 1970, η Μύκονος μπήκε στην καρδιά του. «Την Μύκονο δεν την αγάπησα απλά. Την ερωτεύτηκα. Ήταν υπέροχη και είχε έναν αέρα ελευθερίας για τα πάντα, χωρίς, όμως, να προσβάλλει κανέναν», εξηγεί. Όταν πρωτοπήγε στη Μύκονο, είχε μόλις βγει από μια μεγάλη σχέση και αναρωτιέμαι αν πηγαίνοντας εκεί, έζησε κάποιον παράφορο έρωτα. «Όταν πρωτοπήγα, έζησα πολλούς έρωτες της μιας βραδιάς. Όπως σου είπα και προηγουμένως, μέσα σε μια χρονιά άλλαξαν πολλά. Σε όλους τους τομείς. Ακόμα και στο φλερτ. Παράλληλα με τον χιπισμό, ξεκίνησε και η χρήση της μαριχουάνας. Μέχρι το 1970, δεν έκαναν χρήση νέα παιδιά, παρά μόνο ορισμένοι περιθωριακοί τύποι και ρεμπέτες. Ευτυχώς, ποτέ δεν μου ταίριαξε κανένα ναρκωτικό. Ακόμα και σήμερα, θέλω να είμαι όσο πιο νηφάλιος γίνεται, σε όλες τις στιγμές της ζωής μου. Δυστυχώς, έχασα πολλούς φίλους από εκείνη την παρέα εξαιτίας των ναρκωτικών. Έβλεπα φίλους μου, από το χασίς, μέσα σε δυο χρόνια να πέφτουν στην ηρωίνη και να φεύγουν. Οι μισοί από την παρέα της Μυκόνου πέθαναν. Αυτό ήταν κάτι που με σόκαρε και με αποτράβηξε για αρκετά χρόνια από το νησί», εξομολογείται.
“Όταν πρωτοπήγα στη Μύκονο, έζησα πολλούς έρωτες της μιας βραδιάς. Μέσα σε μια χρονιά άλλαξαν πολλά. Σε όλους τους τομείς. Ακόμα και στο φλερτ.”
«Από το 1972 που άνοιξε το Pierros, έγινε γνωστό παντού πως στην Μύκονο δεν υπάρχουν ταμπού»
Από το 1972 μέχρι και το 1977, ο εκδότης αποφασίζει να κάνει μια παύση και να μην επισκέπτεται το αγαπημένο του νησί. «Το 1977 έβαλαν ferry boat, οπότε είχες πια τη δυνατότητα να πηγαίνεις με το αυτοκίνητό σου. Αυτό, είχε ως φυσικό επακόλουθο πολλές αλλαγές και στο ίδιο το νησί που μέχρι πρότινος δεν δεχόταν αυτοκίνητα. Με το αυτοκίνητό μου λοιπόν, ανακάλυψα τον Πάνορμο και τον Άγιο Σώστη, δύο εκπληκτικές παραλίες. Μάλιστα, το 1979 μείναμε στον Πάνορμο για ένα ολόκληρο καλοκαίρι σε σκηνές που είχαμε φτιάξει με καλάμια και παρεό». Η πρόσβαση με αυτοκίνητο στο νησί, έφερε και την ανάγκη να δημιουργηθούν περισσότεροι δρόμοι, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα Ματογιάννα άρχισαν να παίρνουν κι αυτά ζωή. «Εκεί που βρίσκεται το κοσμηματοπωλείο του Καίσαρη, είχε ανοίξει η Vegera, ένα πανέμορφο bar που σύχναζαν οι περισσότεροι, ενώ το πρωί σέρβιραν σε μπουφέ πρωινό που έφτιαχνε ο Μιχάλης Σεφερέτης. Εκτός από την Vegera, άλλο ένα μαγαζί που έγραψε ιστορία ήταν το μπαρ Ibiza που έφτιαξε ο Μπάμπης Πασάογλου. Ο Μπάμπης, μετά το Ibiza, έφτιαξε τα Astra που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην νυχτερινή ζωή της Μυκόνου», τονίζει. Εκείνα τα χρόνια, ο Άρης Τερζόπουλος θα συναντηθεί με πολλούς ξένους celebrities της εποχής, όπως τον σχεδιαστή Jean Paul Gaultier, αλλά και τον κιθαρίστα και ιδρυτικό μέλος των Rolling Stones, Keith Richards. «Ο Keith μάλιστα πήγαινε στο σπίτι του σχεδιαστή κοσμημάτων Μηνά (σ.σ: ο σχεδιαστής έφυγε από τη ζωή τον Μάρτιο του 2020). Ο Μηνάς, είχε αναλάβει την διακόσμηση στα Astra και με το δικό του στυλ και αισθητική, είχε φτιάξει έναν υπέροχο χώρο», επισημαίνει. Πέρα από την μεθυστική αύρα που απέπνεε η Μύκονος, ένα επιπλέον στοιχείο που την έκανε ιδιαίτερα αγαπητή παγκοσμίως ήταν η αντιμετώπιση που είχε απέναντι στους ομοφυλόφιλους. «Από το 1972 που άνοιξε το Pierros, έγινε γνωστό παντού πως στην Μύκονο δεν υπάρχουν ταμπού όσον αφορά τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Αυτό ήταν ακόμα ένα δυνατό χαρτί που εκτίναξε τον τουρισμό της στα ύψη», προσθέτει.
“Το 1979 μείναμε στον Πάνορμο για ένα ολόκληρο καλοκαίρι σε σκηνές που είχαμε φτιάξει με καλάμια και παρεό.”
«Το 1982 μου γεννήθηκε η επιθυμία να φτιάξω ένα σπίτι στο νησί»
Είναι αρχές της δεκαετίας του 1980 και ο Άρης Τερζόπουλος φιλοξενείται σε ένα σπίτι στον Ορνό που έχει νοικιάσει ο επιχειρηματίας Άρης Λουμίδης. Τότε ο Άρης σκέφτεται για πρώτη φορά το ενδεχόμενο να επενδύσει στο νησί. «Εκείνη την εποχή ήταν της μόδας, αντί να νοικιάζεις δωμάτιο σε ξενοδοχείο, να νοικιάζεις σπίτι. Άλλη μια φίλης μας, νοίκιαζε σπίτι με το χρόνο στον δρόμο για τον Πάνορμο. Το 1982, καθόμουν μόνος στα Ματογιάννια μπροστά στην Vegera, είχα πάρει από κάπου ένα καφέ και περίμενα να ανοίξουν τα μαγαζιά για να κυκλοφορήσει ο κόσμος. Αυτή η εικόνα που σου περιγράφω, μου θύμισε με έναν περίεργο τρόπο τα παιδικά μου χρόνια και τότε αυτόματα μου γεννήθηκε η επιθυμία να φτιάξω στο νησί ένα σπίτι. Τον ίδιο χρόνο αγόρασα έναντι του ποσού του 1.200.000 δραχμές ένα οικόπεδο έξι στρεμμάτων στην περιοχή Κούνουπας που βρίσκεται στο βουνό πίσω από το αεροδρόμιο. Το ποσό για την εποχή δεν ήταν εξωφρενικά μεγάλο. Την ίδια περίοδο μου είχαν προτείνει να αγοράσω με λιγότερα χρήματα τεράστιες εκτάσεις στα Χουλάκια. Για ένα εκατομμύριο, μου πουλούσαν βουνά ολόκληρα. Ήταν λάθος μου που δεν τα πήρα τότε. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως οι τιμές θα εκτοξεύονταν στα ύψη», εξομολογείται. Το χτίσιμο του σπιτιού στον Κούνουπα ολοκληρώθηκε το 1984. «Έφτιαξα ένα σπίτι γύρω στα 200 τετραγωνικά, ένα βαρύ σπίτι. Ο κάθε πέτρινος τοίχος του οικίματος είχε πάχος μισό μέτρο. Αν είχα τη δυνατότητα να φτιάξω ξανά ένα σπίτι, θα το έκανα εντελώς διαφορετικά. Θα έφτιαχνα μια μεγάλη πισίνα προφυλαγμένη από τους αέρηδες με δυο ή τρια bungalows κοντά στη πισίνα. Δεν χρειάζεσαι τίποτα άλλο. Το σπίτι μου στη Μύκονο ήταν σχετικά απομονωμένο. Φαντάσου πως εγώ άνοιξα δρόμο, ώστε να μορώ να φτάνω στην είσοδο. Αν είχες τότε σπίτι σε δρόμο που ήταν προσβάσιμος από περαστικούς, θα έρχονταν όλοι. Εγώ, όμως, προτιμούσα να είμαι μόνος. Και αυτό γιατί στα τέλη της δεκαετίας του 1980, η Μύκονος-στα δικά μου πάντα μάτια- άρχισε να χάνει αυτό το εκτυφλωτικό και το εξωτικό που είχε. Ενώ όταν είχα πρωτοπάει μου φαινόταν πολύ μακριά από την Αθήνα, χρόνο με το χρόνο, ερχόταν ολοένα και πιο κοντά».
“Για ένα εκατομμύριο δραχμές, μου πουλούσαν βουνά ολόκληρα στα Χουλάκια. Ήταν λάθος μου που δεν τα πήρα τότε.”
«Με τη Λάουρα Ντε Νίγκρις παντρευτήκαμε όταν είχε τελειώσει η ερωτική μας σχέση»
Το καλοκαίρι του 1984 παντρεύεται την βραζιλιάνα καλλονή Λάουρα Ντε Νίκγρις, η οποία μετέπειτα θα γίνει διευθύντρια μόδας στο περιοδικό «Γυναίκα». Έχει προηγηθεί η γνωριμία τους στην παραλία του Αγίου Σώστη στη Μύκονο, με την Λάουρα να έχει γοητευτεί από την ιδιαίτερη προσωπικότητα και mentalite του Άρη. «Με την Λάουρα παντρευτήκαμε στο συγκρότημα Costa Ilios στον Ορνό. Από την αρχή του γάμου μας, είχαμε μια σχέση ελεύθερη. Έκανε ότι ήθελε και έκανα ότι ήθελα. Όταν γνωρίστηκα μαζί της, της είχα πει εξαρχής πως με στένευαν οι σχέσεις, με την έννοια πως δεν μπορούσα να ταιριάξω την επιθυμία μου για σχέση με την επιθυμία μου να είμαι ελεύθερος. Ήθελα να πηγαίνω με όποια μου ρχεται. Εκείνη ήταν σύμφωνη με αυτή μου την επιθυμία. Η αλήθεια είναι πως με την Λάουρα παντευτήκαμε, αφού είχε τελειώσει οριστικά η ερωτική μας σχέση». Στα πλαίσια αυτής της ελεύθερης σχέσης, ο Άρης Τερζόπουλος γνωρίζει στο σπίτι του στη Μύκονο το 1986 τον Πέτρο Κωστόπουλο, όπου μαζί με τον καλό του φίλο και αρχιτέκτονα, Θανάση Χατζηλάκο, είναι καλεσμένοι της Λάουρα Ντε Νίκγρις. «Τον Πέτρο τον είχε γνωρίσει η Λάουρα στο Υπουργείο Νέας Γενιάς σε μια εκδήλωση μόδας που είχαν κάνει μαζί με το περιοδικό Γυναίκα. Μετά από λίγο καιρό τα έφτιαξαν. Αν και δεν μου το είχε πει η Λάουρα, το είχα μάθει. Ομολογώ πως τόσο με τον Θανάση, όσο και με τον Πέτρο περάσαμε πολύ όμορφα στη Μύκονο. Ειδικά με τον Πέτρο, κάναμε ωραίες συζητήσεις, κάτι που μου έλειπε στη Μύκονο. Ουσιαστικά, μέσα από αυτές τις συζητήσεις αποφάσισα να τον προσλάβω και να κάνουμε το ΚΛΙΚ, όταν εκείνος παραιτήθηκε από το Υπουργείο Νεας Γενιάς», παραδέχεται.
“Με στένευαν οι σχέσεις, με την έννοια πως δεν μπορούσα να ταιριάξω την επιθυμία μου για σχέση με την επιθυμία μου να είμαι ελεύθερος. Ήθελα να πηγαίνω με όποια μου ρχεται.”
«Η ζωή μας συμβαίνει. Δεν την ορίζουμε εμείς και μπορεί να μας πάει όπου θέλει»
Το σπίτι στη Μύκονο θα το κρατήσει μέχρι και το 2005, καθώς ορισμένα οικονομικά προβλήματα, τον οδηγούν σε μια απόφαση που είναι μονόδρομος: Να πουλήσει το σπίτι ώστε να πάρει ορισμένες ανάσες. «Το πούλησα στην τιμή των 1,2 εκατομμυρίων ευρώ, αναγκαστικά, εξαιτίας των χρεών που είχα. Μάτωσα μέσα μου για μια δυο μέρες, αλλά μετά το ξεπέρασα. Γνωρίζω από πρώτο χέρι πως δεν είμαστε κύριοι της μοίρας μας. Η ζωή μας συμβαίνει. Δεν την ορίζουμε εμείς και μπορεί να μας πάει όπου θέλει», τονίζει.
“Τα παιδιά μου τα έζησα όσο περισσότερο μπορούσα. Γι αυτό οι αναμνήσεις που έχω από το σπίτι στη Μύκονο είναι με τις κόρες μου.”
Έχουν περάσει 16 χρόνια από τότε που αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι του. «Μέσα σε αυτά τα χρόνια, είναι ζήτημα να έχω πάει δυο τρεις φορές. Η Μύκονος παραμένει ένα πολύ όμορφο νησί και μια πολύ μεγάλη επιχείρηση από μόνη της. Την αγαπάω πολύ, αλλά έχουμε χαθεί, κάτι που μπορεί να συμβεί και στις ανθρώπινες σχέσεις με τους φίλους μας. Σε αυτό, όμως, το σπίτι που έφτιαξα με αγάπη, πρόλαβα να κάνω βόλτες και τις δυο μου κόρες, την Αφροδίτη και τη Δέσποινα, που απέκτησα από τον δεύτερο μου γάμο με την Ευγενία. Θυμάμαι να τις νανουρίζω εκεί τα καλοκαίρια. Τα παιδιά μου τα έζησα όσο περισσότερο μπορούσα. Γι αυτό οι αναμνήσεις που έχω από το σπίτι στη Μύκονο είναι με τις κόρες μου. Ειδικά με την μεγάλη μου κόρη, θυμάμαι να είμαστε στη βεράντα, να την έχω μέσα από το πουλόβερ μου, να εξέχει το κεφαλάκι της και να της διηγούμαι πως δημιουργήθηκε ο κόσμος. Και κάθε βράδυ να μου ζητάει να της πω την ίδια ιστορία ξανά και ξανά. Αν κάτι μου έχει μείνει από το σπίτι στη Μύκονο και αν κάτι με στεναχώρησε που το έχασα, είναι γιατί ζήσαμε ακριβώς αυτές τις στιγμές με την Αφροδίτη και τη Δέσποινα: Να καθόμαστε στη βεράντα και να κοιτάμε τ’ αστρα».