Φανούρης Κουμπάρος: «Η μόνη περιουσία που έχω είναι το καΐκι μου»
Από μικρός, εργάστηκε σκληρά σε ξυλουργεία και οικοδομές προκειμενου να επιβιώσει, ενώ από το 1990 είναι επαγγελματίας ψαράς. Το 2000 έχασε τη γυναίκα του σε τροχαίο δυστύχημα. Στάθηκε, όμως, βράχος δίπλα στα παιδιά του και κατάφερε να συνεχίσει. Αυτός είναι ο Φανούρης Κουμπάρος. Ένας πολεμιστής της ζωής που αξίζει να διαβάσετε την ιστορία του.
-
28.02.2022 Μαρίνος Βυθούλκας
Η Μύκονος είναι ψαροχώρι. Όταν ρωτούσα τους ντόπιους ποιοί είναι εκείνοι που μπορούν να διηγηθούν τις καλύτερες ιστορίες, μου είχαν πει χαρακτηριστικά: «Τα καλύτερα θα σου τα πουν οι παλιοί Μυκονιάτες που μαζεύονται στο καφενείο του Μπακόγια στον Γιαλό και οι ψαράδες». Είχα κρατήσει στην άκρη του μυαλού μου τη συγκεκριμένη συμβουλή και πριν από λίγες μέρες που μιλούσα με μια φίλη Μυκονιάτισα μου είπε «Να κάνεις μια συνέντευξη με τον Φανούρη Κουμπάρο. Είναι ψαράς και έχει ωραίες ιστορίες να σου διηγηθεί».
«Ήρθαμε στη Μύκονο σαν μετανάστες»
Ο Φανούρης Κουμπάρος είναι αυτό που λέμε άνθρωπος με μπέσα. Ευθύς, μετρημένος, βιοπαλαιστής, ο οποίος έχει αντιμετωπίσει ζόρικες καταστάσεις στη ζωή του. Καταστάσεις που έχουν χαρακτεί στο πρόσωπό και στο βλέμμα του. Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα απο την αρχή και πιο συγκεκριμένα από το 1966, τη χρονιά που γεννήθηκε. «Έχω καταγωγή από τη Λέρο. Εκεί γεννήθηκα. Η μητέρα μου εργαζόταν ως νοσοκόμα στο ψυχιατρείο της Λέρου κα ο πατέρας μου ήταν σφουγγαράς. Μόλις έγινα δυο ετών, μετακομίσαμε στη Μύκονο για ένα καλύτερο μέλλον. Οπότε, το 1968 τα τρια μεγαλύτερά μου αδέλφια και εγώ ήρθαμε με τους γονείς μου στη Μύκονο σαν μετανάστες. Στο νησί ήταν ήδη ο αδελφός του πατέρα μου, ο οποίος έμενε εκεί από το 1966. Ύστερα από λίγα χρόνια, γεννήθηκε και η αδεφή μου», περιγράφει στο Mykonos Post.
Ο πατέρας του Φανούρη ξεκίνησε να δουλεύει στις οικοδομές. Άλλωστς, δεν είχε πολλές επιλογές, καθώς έπρεπε να ζήσει την οικογένειά του. «Ο πατέρας μου εργάστηκε σκληρά για να μας μεγαλώσει. Και εμείς, όμως, μπήκαμε από νωρίς στη δουλειά. Σε ηλικία οκτώ ετών ξεκίνησα να δουλεύω σε ξυλουργείο και αργότερα ασχολήθηκα με την πέτρα σε οικοδομές. Τα καλοκαίρια εργαζόμουν σε νυχτερινά μαγαζιά στο νησί. Έχω κάνει πολλά πράγματα. Αυτό που θυμάμαι έντονα από τη Μύκονο της δεκαετίας του 1970 ήταν οι αυθεντικοί άνθρωποι, οι οποίοι πρόσεχαν το νησί τους. Έβλεπες γυναίκες, άντρες, ηλικιωμένους και παιδιά, να ασπρίζουν τους δρόμους», εξηγεί.
Στη Μύκονο γεννήθηκε το πέμπτο παιδί της οικογένειας, ένα κορίτσι. Τα αγόρια μπήκαν από νωρίς στο μεροκάματο, με αποτέλεσμα ο Φανούρης να τελειώσει μόνο το δημοτικό. «Πήγα στο δημοτικό σχολείο της Μυκόνου. Παράλληλα εργαζόμουν και δεν συνέχισα στο Γυμνάσιο. Από μικρός ξεκίνησα στο ξυλουργείο και ήθελα να γίνω ο καλύτερος τεχνίτης. Μπορεί να ξεκίνησα μαζεύοντας ροκανίδια, αλλά έβαλα τα δυνατά μου και έμαθα τη δουλειά. Για να σου δώσω να καταλάβεις, ήμουν εννέα ετών και κουβαλούσα πενήντα κιλά σακί στην πλάτη. Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι πολεμιστής της ζωής. Σαν τους σπαρτιάτες», λέει χαρακτηριστικά.

“Για να σου δώσω να καταλάβεις, ήμουν εννέα ετών και κουβαλούσα πενήντα κιλά σακί στην πλάτη. Ήμουν και εξακολουθώ να είμαι πολεμιστής της ζωής. Σαν τους σπαρτιάτες”
«Την κοπάνησα από το στρατόπεδο για μια γυναίκα»
Σε ηλικία 13 ετών φεύγει από το ξυλουργείο και πηγαίνει να μάθει την τέχνη της πέτρας στις οικοδομές. «Έμαθα να δουλεύω την πέτρα, πλάι σε Μυκονιάτες μπαρμπάδες. Έσπαγα πέτρα και έφτιαχνα λάσπη. Ταυτόχρονα, πήγαινα στο λιμάνι και ξεφόρτωνα τα τσιμέντα που έφερνε η Τιτάν και ο Ηρακλής με καράβια από τον Βόλο. Έμπαινα στο αμπάρι και ξεφόρτωνα σακιά με τσιμέντα», περιγράφει στο Mykonos Post. Μόλις έγινε 18 ετών, υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό. «Ουσιαστικά ήταν η πρώτη φορά που έφυγα για μεγάλο χρονικό διάστημα από τη Μύκονο. Μπορεί να γεννήθηκα στη Λέρο, αλλά η Μύκονος είναι η δεύτερη πατρίδα μου».
Η θητεία του στο Πολεμικό Ναυτικό ήταν επεισοδιακή, καθώς για τα μάτια μιας γυναίκας, το έσκασε από το στρατόπεδο, με αποτέλεσμα να «φάει» ένα μήνα φυλακή. «Την κοπάνησα από το στρατόπεδο για μια γυναίκα. Με έπιασαν, έφαγα ένα μήνα φυλακή και με έστειλαν στον Αυλώνα. Ύστερα πήγα στη Λέρο και για να μην στα πολυλογώ, πήρα πιο γρήγορα το απολυτήριό μου για ψυχολογικούς λόγους», εξηγεί. Είναι καλοκαίρι του 1986. Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, ο Φανούρης θα γνωρίσει μια τουρίστρια, που εργάζεται για τη θερινή σεζόν σε ένα ξενοδοχείο, η οποία στην πορεία θα γίνει η γυναίκα της ζωής του. «Τον Οκτώβρη γνώρισα τη Μαρίκα. Ήταν η γυναίκα της ζωής μου, καθώς μαζί της απέκτησα δυο παιδιά, τον Μιχάλη και τη Σοφία, τα οποία σήμερα είναι 33 και 31 ετών αντίστοιχα».
Η Μαρίκα ήταν από τη Σουηδία και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη ζωή του Φανούρη. «Τη γνώρισα τρεις μέρες πριν φύγει από το νησί. Παρόλο που είχα γνωρίσει πολλές γυναίκες, η Μαρίκα ήταν μοναδική για μένα, με αποτέλεσμα να τα πουλήσω όλα και να φύγω για τη Σουηδία. Εκεί, μείναμε μαζί για τέσσερις μήνες και επιστρέψαμε στη Μύκονο». Για αρκετά χρόνια, η Μαρίκα και ο Φανούρης έμεναν τους περισσότερους μήνες στη Μύκονο και πήγαιναν το χειμώνα στη Στοκχόλμη. Το 1989 γεννήθηκε ο γιος τους και το 1991 η κόρη τους. «Τα παιδιά μας μεγάλωσαν στη Μύκονο και ακόμα και σήμερα ζουν και εργάζονται εδώ», συμπληρώνει ο Φανούρης.

“Υπήρξαν εποχές που δέχθηκα bullying από Μυκονιάτες. Είτε επειδή ήμουν από τη Λέρο, είτε επειδή είχα ένα κόμπιασμα στην ομιλία μου. Τους ευχαριστώ, όμως, γιατί όλα αυτά με έκαναν δυνατό και με έμαθαν να μην κοροϊδεύω κανέναν”
«Όλα έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα»
Τα Χριστούγεννα του 1999, ο πεθερός του Φανούρη από τη Σουηδία, τους κάνει τα έξοδα προκειμένου να πάνε οικογενειακώς στη Στοκχόλμη για τις γιορτές και να υποδεχτούν όλοι μαζί το 2000. Δυστυχώς, όμως, επτά ημέρες ύστερα από την πρωτοχρονιά, θα συμβεί ένα τραγικό τροχαίο δυστύχημα, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή της τόσο η Μαρίκα, όσο και ο πεθερός του Φανούρη. «Στις 7 Ιανουαρίου του 2000, το μεσημέρι, έγινε το τροχαίο. Όλα έγιναν μέσα σε δευτερόλεπτα. Οι μόνοι που επιζήσαμε ήμασταν εγώ και τα παιδιά μου, τα οποία τραυματίστηκαν σοβαρά. Για έξι μήνες ήμασταν στα νοσοκομεία. Τα παιδιά μου ήταν σε κρίσιμη κατάσταση. Δεν έφυγα ούτε ένα λεπτό από κοντά τους. Η γυναίκα μου αποτεφρώθηκε και τη στάχτη της την έριξα στη θάλασσα της Φτελιάς, όπου κάνω wind surf», περιγράφει στο Mykonos Post.
Από εκείνο το μεσημέρι, η ζωή του Φανούρη έκανε μια στροφή 180 μοιρών. «Τα παιδιά μου ήταν η προτεραιότητά μου. Να τα μεγαλώσω, να τα φροντίζω και να τα πηγαίνω στο σχολείο. Ο γιός μου κάποια περίοδο δεν ήθελε να πηγαίνει στο σχολείο και τον είχα μαζί μου στο καϊκι που ψάρευα». Το ψάρεμα μπήκε στη ζωή του Φανούρη το 1990. «Τότε αγόρασα μια μικρή βάρκα. Και επειδή κάποιοι ψαράδες με ρουφιάνευαν ότι τους παίρνω τη δουλειά, πήρα επαγγελματική άδεια και έκτοτε ασχολούμαι σε επαγγελματικό επίπεδο με το ψάρεμα. Τόσο με τη βάρκα, όσο και με το σπίτι που μένω στη Φτελιά, ο πατέρας της Μαρίκας ήταν εκείνος που μας βοήθησε να τα αγοράσουμε. Η Μαρίκα και ο πεθερός μου ήταν οι ευεργέτες μου», λέει με ειλικρίνεια.

“Αυτό που θέλω να γράψεις είναι πως δεν είχα ποτέ εχθρούς. Απεναντίας, οδηγός μου είναι η αγάπη, η θετική σκέψη και ο όμορφος λόγος”
«Η μέρα μου ξεκινάει στις 4 το πρωί που κάνω γιόγκα»
Από το 1968 ζει μόνιμα στη Μύκονο. «Η ζωή είναι μια καθημερινή μάχη με την επιβίωση. Με τιμιότητα και δύναμη, μεγάλωσα με αξιοπρέπεια τα παιδιά μου και δεν έδωσα δικαίωμα σε κανέναν», τονίζει. Το 2003 γνώρισε τη Σοφία, που έμελλε να γίνει η δεύτερη γυναίκα του. «Είχε έρθει από την Αμοργό στη Μύκονο για να δει την αδελφή της και τον ανιψιό της, που τότε ήταν μωράκι. Γνωριστήκαμε και από τότε είμαστε μαζί. Αυτοκόλλητοι. Το 2012, γεννήθηκε και ο γιός μας ο Βαγγέλης που είναι ένα καλόψυχο παιδί. Είμαι πολύ ευτυχισμένος, διότι και τα τρια μου παιδιά είναι στη Μύκονο. Ο μεγάλος μου γιος έχει ένα ζαραροπλαστείο στη Μύκονο, το «N’ice cream», στο οποίο εργάζεται και η κόρη μου η Σοφία», εξηγεί.
Τα τελευταία δυο χρόνια, ο Φανούρης δεν βγαίνει έξω, καθώς έχει επιλέξει να έχει μια εντελώς διαφορετική καθημερινότητα, μακριά από νυχτερινή διασκέδαση και κεφετέριες. «Αθλούμαι σε καθημερινή βάση και είμαι δάσκαλος Κουνγκ Φου. Η μέρα μου ξεκινάει στις 4 το πρωί που κάνω γιόγκα. Ανεβαίνω πάνω σε μια μπάλα γυμναστικής με μια σανίδα του σερφ και κάνω ισορροπία. Ότι και να συμβαίνει, έχω θετική σκέψη, χαιρετάω τον ήλιο όταν βγαίνει και υποκλίνομαι σε όλες τις ζωντανές υπάρξεις. Ύστερα από το τροχαίο, άλλαξε η νοοτροπία μου», λέει με ειλικρίνεια. Ύστερα από τόσα χρόνια στο νησί, πώς έιναι η σχέση του με τους ντόπιους; «Υπήρξαν εποχές που δέχθηκα bullying από Μυκονιάτες. Είτε επειδή ήμουν από τη Λέρο, είτε επειδή είχα ένα κόμπιασμα στην ομιλία μου. Με κορόϊδευαν. Τους ευχαριστώ, όμως, γιατί όλα αυτά με έκαναν δυνατό και με έμαθαν να μην κοροϊδεύω κανέναν».

“Η μόνη περιουσία που έχω είναι το καΐκι μου, που έχει το όνομα της γυναίκας μου, που έφυγε από τη ζωή. Έχω λοιπόν τη Μαρίκα, το αυτοκίνητο μου, μια σανίδα του wind surf και τρια πανιά. Είμαι ευτυχισμένος, διότι έχω αυτά που μου χρειάζονται”
«Σκέφτομαι να φύγω από το νησί»
Ο Φανούρης μεγάλωσε στη Μύκονο της δεκαετίας του 1970, μια εντελώς διαφορετική Μύκονο σε σχέση με τη σημερινή, από πολλές απόψεις. «Η Μύκονος έχει φύγει από τα χέρια των Μυκονιατών και εξαρτάται από τρεις τέσσερις μεγάλες οικογένειες. Για να είμαι ειλικρινής, σκέφτομαι να φύγω από το νησί, διότι θεωρώ πως έχει χαλάσει, έχει χτιστεί πολύ και έχει χάσει τη μυκονιάτικη αισθητική του. Τους αγαπάω τους ντόπιους και τους Μυκονιάτες, αλλά δεν μου αρέσει που όλα γίνονται για το χρήμα. Προσωπικά, δεν έχω καμία περιουσία. Το σπίτι που μένω στη Φτελιά είναι των παιδιών μου. Η μόνη περιουσία που έχω είναι το καΐκι μου, που έχει το όνομα της γυναίκας μου, που έφυγε από τη ζωή. Έχω λοιπόν τη Μαρίκα, το αυτοκίνητο μου, μια σανίδα του wind surf και τρια πανιά. Είμαι ευτυχισμένος, διότι έχω αυτά που μου χρειάζονται», ξεκαθαρίζει.
Πέρα από το Κουνγκ Φου και το Wind Surf, η μεγάλη αγάπη του Φανούρη-αλλά και το επάγγελμά του- είναι το ψάρεμα. «Στη Μύκονο είμαστε δέκα ψαράδες που δεν έχουμε σχέση με αυτό που γίνεται στο νησί. Εγώ ψαρεύω στο Ικάριο Πέλαγος, μεταξύ Μυκόνου, Νάξου και Δονούσας. Όταν έχει καλό καιρό, πηγαίνω για ψάρεμα. Αυτό είναι το επάγγελμά μου και από αυτό ζω», λέει στο Mykonos Post. Ο Φανούρης αρκετά συχνά ανεβάζει βίντεο και φωτογραφίες από τις ψαριές του στον προσωπικό του λογαριασμό στο facebook και τα likes παίρνουν φωτιά. «Έχω πολύ καλά εργαλεία ψαρέματος και τα ψάρια που βγάζω είναι τις περισσότερες φορές φαγγρί και συναργίδες. Το μυστικό στο ψάρεμα είναι να αγαπάς τη δουλειά σου και τη θάλασσα. Να τη σέβεσαι». Ποιοί είναι οι πελάτες του Φανούρη; «Εκτός από έναν επιχειρηματία που έχει εστιατόριο στον Ορνό, όλοι οι πελάτες μου είναι ιδιώτες, Μυκονιάτες που μεγαλώσαμε μαζί. Τα πλένω, τα καθαρίζω και είμαι πάντα ειλικρινής και τίμιος απέναντί τους. Και στις τιμές και σε όλα. Αυτό είναι και το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή μας: Η αλήθεια, η ειλικρίνεια και ο σεβασμός. Αυτό που θέλω να γράψεις είναι πως δεν είχα ποτέ εχθρούς. Απεναντίας, οδηγός μου είναι η αγάπη, η θετική σκέψη και ο όμορφος λόγος».