Γιώργος Κυπριτίδης: Η μυθιστορηματική ζωή του Super Goofy της Μυκόνου
Όταν έλαβε με τηλεγράφημα την πρόσκληση για ένα γάμο στον Αστέρα της Βουλιαγμένης, δεν μπορούσε ούτε στα πιο τρελά του όνειρα να φανταστεί πως εκείνο το καλοκαίρι του 1976, θα άλλαζε για πάντα τη ζωή του. Τρεις μέρες στη Μύκονο ήταν αρκετές, ώστε να πάρει την απόφαση να μείνει εκεί για πάντα. Ύστερα από σαρανταπέντε χρόνια, ένα γάμο, δυο παιδιά και αμέτρητες ιστορίες, ο Γιώργος Κυπριτίδης μας κερνάει μερικά από τα σούπερ φυστίκια του και αποκαλύπτει τις πιο σημαντικές πτυχές της ζωής του.
«Ο Goofy έχει τους καλύτερους και πιο φρέσκους ξηρούς καρπούς στη Μύκονο». «Ο Goofy είναι ένας πανέξυπνος και πολύ ευαίσθητος άνθρωπος που τον γνωρίζουν όχι μόνο οι Μυκονιάτες, αλλά και οι Έλληνες celebrities που έχουν σπίτι στο νησί». «Καλά, δοκίμασε ξηρούς καρπούς από τον Goofy και μετά δεν θα θέλεις να αγοράζεις από αλλού». Αυτές είναι λίγες μόνο από τις ατάκες που άκουγα και εξακολουθώ να ακούω όλα αυτά τα χρόνια που επισκέπτομαι τη Μύκονο. Αλήθεια, όμως, ποιος είναι αυτός ο Goofy; Ποιο είναι το πραγματικό του όνομα; Έχει όντως υπερδυνάμεις; Ποια είναι η συναρπαστική ιστορία του; Μια ιστορία ζωής που ξεκίνησε στην Πάτρα, το μακρινό 1954. Την πόλη που γεννήθηκε, όχι ο Goofy, αλλά ο Γιώργος Κυπριτίδης.
“Η εικόνα της Μυκόνου, με τα άσπρα σπιτάκια, με τα μπλε και κόκκινα παραθυράκια, αλλά και με τις εκκλησίες, φάνηκε στα μάτια μου σαν μια παιδική ζωγραφιά”
«Μόλις περπάτησα στη Χώρα, μαγεύτηκα»
Ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ιστορία. Στην προκειμένη περίπτωση, η ιστορία του Γιώργου Κυπριτίδη, περιλαμβάνει πολλούς και σημαντικούς σταθμούς στη ζωή του, με πρώτο και καλύτερο την Πάτρα, το μέρος που γεννήθηκε. Ακολούθησε το Περιστέρι, όπου έζησε τα παιδικά του χρόνια και η Θεσσαλονίκη, στην οποία πέρασε μια έντονη φοιτητική ζωή, όντας φοιτητής του τμήματος οικονομικών, νομικών και πολιτικών επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Στο τέταρτο έτος και λίγο πριν ξεκινήσουν οι εξετάσεις της θερινής περιόδου, δέχεται με τηλεγράφημα πρόσκληση για να παρευρεθεί σε ένα γάμο φίλων στην Αθήνα. «Ήταν 6 Ιουνίου του 1976, όταν δέχθηκα ένα τηλεγράφημα να παρευρεθώ σε ένα γάμο φίλων στην Αθήνα. Η δεξίωση έγινε στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Εκεί, συνάντησα ένα φίλο, ο οποίος μετά από δυο τρεις βότκες, με έψησε να πάμε διακοπές στη Μύκονο. Την επόμενη κιόλας μέρα, σαλπάραμε. Μόλις η λάντζα μας πήγε στο λιμάνι, έπαθα πλάκα. Με την πρώτη ματιά, εντυπωσιάστηκα από το νησί. Η εικόνα της Μυκόνου, με τα άσπρα σπιτάκια, με τα μπλε και κόκκινα παραθυράκια, αλλά και με τις εκκλησίες, φάνηκε στα μάτια μου σαν μια παιδική ζωγραφιά. Μόλις περπάτησα στη Χώρα, μαγεύτηκα. Βέβαια, το 1976, υπήρχαν λίγα μαγαζιά. Ήταν μετρημένα στα δάχτυλα των χεριών. Παρόλα αυτά, ξετρελάθηκα. Έμεινα στη Μύκονο για τρεις μέρες και επέστρεψα με μαύρη καρδιά στη Θεσσαλονίκη για την εξεταστική», περιγράφει στο Mykonos Post.
Δεξιά: 1989: Με την αγαπημένη του Ζιζέλ, έξω απο το μαγαζί του στη Μύκονο. Ύστερα από εξι χρόνια, το ζευγάρι παντρεύτηκε στο δημαρχείο του νησιού.
“Mου πρότεινε η Λίτσα Διαμάντη να με πάρει στο μαγαζί ως σερβιτόρο, αλλά και να της κάνω και τα λογιστικά, μιας και ήμουν απόφοιτος πανεπιστημίου”
«Ήταν θείο δώρο για μένα»
Η δίψα του να επισκεφτεί ξανά τη Μύκονο είναι τόσο μεγάλη, που μόλις τελειώνει με την εξεταστική, ετοιμάζει τις βαλίτσες του και με ανυπομονησία μικρού παιδιού, περιμένει πως και πως να αντικρύσει αυτήν την παιδική ζωγραφιά. «Η αλήθεια είναι πως ένας πλούσιος συμφοιτητής μου εντυπωσιάστηκε με τον τρόπο που του περιέγραφα τη Μύκονο και προσφέρθηκε να μου κάνει τα εισιτήρια και να πάμε μαζί. Στο πλοίο γνωρίσαμε κάτι τουρίστριες και για να μην στα πολυλογώ τσαντίστηκε επειδή εκείνη που άρεσε σε εκείνον, ήθελε εμένα. Παρότι τσακωθήκαμε, στάθηκα τυχερός, διότι μόλις κατέβηκα στο λιμάνι, συνάντησα ένα φίλο μου τον Γιώργο, ο οποίος μου πρότεινε να εργαστώ σε ένα εστιατόριο της της Μυκόνου. Ήταν θείο δώρο για μένα. Ήμουν σε όλα τα πόστα. Λάτζα, service, μάζευα τα πράγματα. Έβγαζα το χαρτζιλίκι μου και βρήκα ένα μικρό δωματιάκι για να μένω. Σε αυτό το εστιατόριο εργάστηκα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, έβγαζα μεροκάματο διακόσιες δραχμές και το φαγητό μου. Μόλις κλείνει το εστιατόριο, συμβαίνει ένα σημαντικό γεγονός στο νησί. Ο επιχειρηματίας Μπάμπης Πασάογλου, θέλει να φύγει από τη Μύκονο και πουλάει στον Τάκη Θεοδωρόπουλο το μπαρ Veggera και ένα στρατιωτικό jeep, έναντι του ποσού-από ότι θυμάμαι- των 300.000 δραχμών. Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος εργάζεται στο μπαρ της Λίτσας Διαμάντη που λέγεται Μαρκίζ, το οποίο βρίσκεται κοντά στη Μικρή Βενετία. Ένα νεανικό και συνάμα gay friendly μαγαζί. Τότε λοιπόν, μου πρότεινε η Λίτσα Διαμάντη να με πάρει στο μαγαζί ως σερβιτόρο, αλλά και να της κάνω και τα λογιστικά, μιας και ήμουν απόφοιτος πανεπιστημίου. Έτσι, βρέθηκα στην παρέα της Λίτσας Διαμάντη και παρέμεινα στο νησί μέχρι τον Οκτώβριο», εξηγεί.
“Tην ώρα του γάμου μας είχαν μόλις αποβιβαστεί οι επιβάτες από δυο τεράστια κρουαζιερόπλοια, με αποτέλεσμα γύρω στα 5000 άτομα να μας βγάζουν φωτογραφίες έξω από το δημαρχείο”
«Η Μύκονος άρεσε πολύ στη γυναίκα μου και ήθελε να μείνουμε εδώ»
Σε αυτό το έντονο καλοκαίρι του 1976 γνωρίζει στη Μύκονο μια Γαλλίδα και μόλις κλείνει το Μαρκίζ, όπου εργάζεται, κάνει το πρώτο του ταξίδι στο Παρίσι, προκειμένου να τη συναντήσει. Τον Μάρτιο του 1977 επιστρέφει και πάλι στο νησί, καθώς υπάρχει η επιθυμία και από τις δυο πλευρές να συνεχιστεί η συνεργασία του με τη Λίτσα Διαμάντη. «Μέχρι και το 1983, ζούσα για έξι μήνες στο Παρίσι και τους υπόλοιπους έξι στη Μύκονο», προσθέτει. Το 1988 γνωρίζει μια πανέμορφη Ελβετίδα, τη Ζιζέλ, η οποία έμελε να γίνει η γυναίκα της ζωής του και η μητέρα των παιδιών του. «Τον Μάϊο του 1995 παντρεύτηκα με την Ζιζέλ, η οποία είναι Ελβετίδα, στο δημαρχείο της Μυκόνου,. Η νύφη έφτασε στην εκκλησία πάνω σε ένα γαϊδουράκι και η πλάκα είναι πως την ώρα του γάμου μας είχαν μόλις αποβιβαστεί οι επιβάτες από δυο τεράστια κρουαζιερόπλοια, με αποτέλεσμα γύρω στα 5000 άτομα να μας βγάζουν φωτογραφίες έξω από το δημαρχείο. Ήταν κάτι ανεπανάληπτο, ειδικά στα δικά τους μάτια», λέει γελώντας. Λίγους μήνες ύστερα από το γάμο τους και συγκεκριμένα στις 14 Φεβρουαρίου του 1996 έρχεται στο κόσμο το πρώτο τους παιδί. Ένα παιδί από έρωτα που γεννήθηκε την ημέρα των ερωτευμένων σε μαιευτήριο της Ελβετίας. Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1997, έρχεται στη ζωή και το δεύτερο αγόρι τους, ο Στέφανος. «Η Μύκονος άρεσε πολύ στη γυναίκα μου και ήθελε να μείνουμε εδώ. Κάποια στιγμή, βρέθηκε μια –ας πούμε- ευκαιρία και αγοράσαμε ένα σπίτι στην Αλεόμανδρα, στο οποίο και μένουμε μέχρι σήμερα. Τα παιδιά μου έζησαν εδώ, στη Μύκονο πήγαν σχολείο. Ήταν και οι δυο αριστούχοι μαθητές. Ο μεγάλος πέρασε στο πανεπιστήμιο και συνέχισε τις σπουδές του στην Ελβετία. Εδώ και τρία χρόνια εργάζεται στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης. Ο μικρός πέρασε τέταρτος στο ελληνικό πανεπιστήμιο και είναι ένας άριστος φοιτητής», λέει με καμάρι.
«Είμαι ο μοναδικός Έλληνας που παρακολούθησε μαθήματα σε γαλλική σχολή γεμμολογίας»
Αφήνοντας το κομμάτι της προσωπικής του ζωής, επιστρέφουμε στα επαγγελματικά, με τον Γιώργο να περιγράφει με γλαφυρό τρόπο για το πως έφτασε να γίνει ο Super Goofy της Μυκόνου. «Με τη Λίτσα Διαμάντη συνεργάστηκα για τρία χρόνια. Κάποια στιγμή, όμως, με κούρασε η δουλειά της νύχτας, τα τσιγάρα και τα ποτά. Με αυτό το σκεπτικό, σταμάτησα να εργάζομαι τη νύχτα και μπήκα στο χώρο της χρυσοχοΐας. Δούλεψα για περίπου πέντε χρόνια σε χρυσοχεία. Παράλληλα, την περίοδο που έμενα στο Παρίσι, γράφτηκα σε μια σχολή γεμμολογίας. Η γεμμολογία είναι μια ειδικότητα που ασχολείται με την ανάλυση και πιστοποίηση της αυθεντικότητας ενός πολύτιμού λίθου. Είχε αρκετό ενδιαφέρον και ήταν κάτι ιδιαίτερα σπάνιο εκείνη την εποχή για τα ελληνικά δεδομένα. Είμαι ο μοναδικός Έλληνας που παρακολούθησε μαθήματα σε γαλλική σχολή γεμμολογίας», τονίζει. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποφασίζει να ασχοληθεί με το εμπόριο ξηρών καρπών. «Νοίκιασα ένα μικρό μαγαζάκι στη Μύκονο, έβγαλα ένα πάγκο απ’ έξω με καλαθάκια και ξεκίνησα να πουλάω ξηρούς καρπούς. Είχα ένα φίλο στην Αθήνα που έκανε θρίαμβο σε πωλήσεις ξηρών καρπών και από εκείνον πήρα ουσιαστικά την ιδέα να το κάνω στη Μύκονο. Σε αυτό το μαγαζί παρέμεινα για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Βέβαια, από ένα σημείο και μετά, είχα εμπλουτίσει το εμπόρευμα. Δεν πουλούσα μόνο ξηρούς καρπούς, αλλά παρεό και διάφορα έξυπνα πράγματα. Το 2005 μου έκαναν έξωση, άφησα το μαγαζί και μέχρι και σήμερα που μιλάμε, από το ηλιοβασίλεμα, μέχρι τις 2 τα ξημερώματα και όσο αντέχουν τα πόδια μου, είμαι στη Χώρα, στη Μικρή Βενετία και στα Ματογιάννια. Το 2007 πήρα ένα μαγαζί που βρίσκεται κοντά στο Άρωμα και το ονόμασα Café Swiss. Πήγαμε πολύ καλά, είχαμε ωραία φαγητά, σαλάτες και παγωτά». Το συγκεκριμένο μαγαζί, ο Γιώργος το κράτησε μέχρι και το 2015. Μολονότι είχε δυο μαγαζιά στο νησί, πάντα το βράδυ θα έβγαινε φορώντας την ποδίτσα που τον καθιέρωσε: Την ποδιά με σήμα κατατεθέν τον Super Goofy και πολύτιμους σύμμαχους το χαμόγελο και την καλή του διάθεση και θα ανακατευόταν με τον κόσμο στα σοκάκια του νησιού για να τους προσφέρει λαχταριστούς και ζεστούς ξηρούς καρπούς.
“O Goofy ήταν καλός, αγαθός, γλυκός, αλλά μόλις έτρωγε το φυστίκι που είχε στο καπέλο του, γινόταν Super Goofy. Οπότε, μου άρεσε πολύ. Από την άλλη, το φυστίκι που πουλάω είναι τόσο καλό, που απογειώνει τον κόσμο”
«Ο Πέτρος Κωστόπουλος ήταν δήθεν και καθόλου εγκάρδιος»
Όλοι τον γνωρίζουν ως Goofy και αναρωτιέμαι πως εμπνεύστηκε το συγκεκριμένο όνομα που ανήκει σε έναν από τους ήρωες του περίφημου Μίκυ Μάους. «Από μικρός διάβαζα Μίκυ Μάους και ο Goofy μου άρεσε πολύ. Ήταν καλός, αγαθός, γλυκός, αλλά μόλις έτρωγε το φυστίκι που είχε στο καπέλο του, γινόταν Super Goofy. Οπότε, μου άρεσε πολύ. Από την άλλη, το φυστίκι που πουλάω είναι τόσο καλό, που απογειώνει τον κόσμο. Είναι σούπερ!», λέει με εφηβική ζωντάνια. O Goofy, ο Γιώργος, ο φίλος μας, είναι ένας άνθρωπος που πλέον έχει γράψει τη δική του ιστορία στο νησί. Μια ιστορία που μετρά 45 χρόνια και συνεχίζεται. Σκέφτομαι αν με κάποιους από τους ανθρώπους που συνέδεσαν το όνομά τους με το νησί, όπως ο Πέτρος Κωστόπουλος, ο Λάκης Γαβαλάς και ο Μάκης Τσέλιος, απέκτησε φιλικές σχέσεις. «Σαφώς και έχω
αποκτήσει πολλούς φίλους μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκομαι στη Μύκονο. Μιας που μου τον ανέφερες, θέλω να σου πω ότι ο Πέτρος Κωστόπουλος ήταν δήθεν και καθόλου εγκάρδιος. Συγγνώμη που το λέω, αλλά θεωρώ πως είχε καβαλήσει το καλάμι. Έχω, όμως, πολύ καλή σχέση με πολιτικούς, επιχειρηματίες και εφοπλιστές, όπως τον Ανδρέα Κανελλόπουλο της Χαλυβουρικής, τον Μηλτιάδη Βαρβιτσιώτη και τον Νίκο Τσαβλίρη. Για εκείνους, ήμουν πάντα ο φίλος τους, ο Goofy, ο άνθρωπος που τους έφερνε τους καλύτερους ξηρούς καρπούς. Επιπλέον, μιλάω άπταιστα αγγλικά και γαλλικά, κάτι που έκανε σε όλους εντύπωση και παράλληλα τους έκανε να αναρωτιούνται ‘’τι σόι πλανόδιος είναι αυτός;’’», λέει γελώντας.
“Οι Μυκονιάτες έχουν αλλάξει. Τα παιδιά των Μυκονιατών έχουν έπαρση με τα χρήματα. Η νέα γενιά δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη”
«Η Μύκονος υστερεί σε διάφορα θέματα, όπως οι δομές και η υγεία»
Ύστερα από 45 χρόνια στη Μύκονο, έχει δει με τα ίδια του τα μάτια όλες τις αλλαγές που έχει υποστεί το νησί από την δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα. «Το νησί έχει κρατήσει μια ωραία όψη. Από την άλλη, επειδή όλα αυτά τα χρόνια ταξίδευα σε Ευρώπη, Γαλλία και Ελβετία, μου δόθηκε η ευκαιρία να έχω ένα μέτρο σύγκρισης και με άλλους διεθνείς και δημοφιλείς προορισμούς. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι πως η Μύκονος υστερεί σε διάφορα θέματα, όπως οι δομές και η υγεία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, είχα πει σε κάποιους φίλους μου, πως η Μύκονος θα γίνει μια πόλη και θα χτιστεί παντού. Τότε όλοι μου έλεγαν ‘’Τι είναι αυτά που λες, αποκλείεται να γίνει κάτι τέτοιο’’. Τελικά, είχα απόλυτο δίκιο και ήμουν προφητικός, διότι η Μύκονος όντως χτίστηκε παντού. Πλέον, οι ξένοι τουρίστες βλέπουν το νησί μας σαν ένα μεγάλο παραδοσιακό εμπορικό κέντρο. Σαν ένα μεγάλο mall», λέει με ειλικρίνεια. Στην αρχή της κουβέντας μας, παρομοίασε την εικόνα της Μυκόνου που πρωτοείδε το 1976 σαν μια παιδική ζωγραφιά. Έχει, άραγε, ακόμα αυτή την όμορφη εικόνα στα μάτια του, όσον αφορά την όψη της σημερινής Μυκόνου; «Ναι, ακόμα και σήμερα, όταν φτάνω στο λιμάνι, εξακολουθώ να έχω αυτή την εικόνα στα μάτια μου. Βέβαια, οι Μυκονιάτες έχουν αλλάξει. Τα παιδιά των Μυκονιατών έχουν έπαρση με τα χρήματα. Η νέα γενιά δεν έχει καμία σχέση με την προηγούμενη. Εγώ σαν Γιώργος, εξακολουθώ να είμαι ευγενικός με τους ανθρώπους, είτε έχουν χρήματα είτε όχι. Σκοπεύω να παραμείνω ο ίδιος άνθρωπος, που κάθε απόγευμα λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα, θα παίρνω το καλαθάκι μου και θα πουλάω ξηρούς καρπούς στον κόσμο».
Ο Γιώργος Κυπριτίδης παρεμβαίνει με τον δικό του τρόπο και μιλάει για τα καλώς και τα κακώς κείμενα του νησιού, μέσα από τα βίντεο και τις mini συνεντεύξεις του Πέτρου Νάζου στο Mykonos Live Tv