Μάκης Τσέλιος: «Το πρώτο βράδυ στη Μύκονο χάθηκα στα στενά και κοιμήθηκα σε κάτι σκαλοπάτια»
Είχε μόλις απολυθεί από φαντάρος όταν μπήκε στο καράβι με προορισμό το νησί που, όπως λέει και ο ίδιος, λειτούργησε σαν διάδρομος απογείωσης για την καριέρα του. Η boutique Billy Bo, η μοναδική ομορφιά του Βασίλη Κουρκουμέλη, ο λόγος που αποφάσισε να πουλήσει την περίφημη βίλα το 2016 και οι πιο έντονες αναμνήσεις, σε μια μοναδική διήγηση που μας ταξιδεύει στο παρελθόν.
-
03.06.2021 Μαρίνος Βυθούλκας
Η πρώτη φορά που συναντηθήκαμε ήταν με τον Μάκη Τσέλιο ήταν με αφορμή ένα αφιέρωμα για το AIDS και τον σχεδιαστή Billy Bo (κατά κόσμον Βασίλη Κουρκουμέλη), ο οποίος πέθανε από τον το HIV το 1987. O Billy Bo ήταν στενός συνεργάτης και επιστήθιος φίλος του Μάκη Τσέλιου. Για τους φίλους, ο Τσέλιος είναι ο δικός τους Μάκης. Ένας αυθεντικά γλυκός και ζεστός άνθρωπος που η διασημότητα και η καταξίωση, δεν τον άλλαξαν. Ένας άνθρωπος που συνέδεσε το όνομά του με την Μύκονο, ενώ το νησί με τη σειρά του, λειτούρησε για εκείνον ως ένας διάδρομος απογείωσης για μια διεθνή καριέρα στο εξωτερικό.
Με 900 δραχμές στην τσέπη…
Πίσω στο μακρινό 1968, ο Μάκης Τσέλιος είχε μόλις απολυθεί από φαντάρος και τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ένας φίλος του πρότεινε να πάνε διακοπές στη Μύκονο. «Η καλή κοινωνία γνώριζε τότε τη Μύκονο, καθώς όσοι την επισκέπτονταν είχαν κουλτούρα. Και αυτοί που την επισκέπτονταν, δεν ήταν μόνο Αθηναίοι, αλλά και από τα υπόλοιπα μέρη της Ελλάδας. Παρότι στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο τουρισμός στην ΕΛλάδα δεν ήταν ιδιαίτερα οργανωμένος, στη Μύκονο άρχισε να οργανώνεται πολύ νωρίτερα», εξηγεί. Ύστερα από αρκετές ώρες στο πλοίο, έφτασε στο νησί και περιγράφει στο Mykonos Post την εμπειρία της πρώτης αυτής επίσκεψής. «Ήμουν 20 χρονών και είχα ακούσει πολλά πράγματα για το νησί, αλλά και για τους ανθρώπους που πήγαιναν εκεί: Από ζωγράφους, καλλιτέχνες και πρίγκιπες, μέχρι χίπιδες και μποέμ προσωπικότητες. Όταν έφτασα με το καράβι και η λάντζα μας μετέφερε στο λιμάνι, αντίκρυα ένα πανέμορφο τοπίο. Στο νησί υπήρχαν μόνο δυο ταξί και δυο-τρια λεωφορεία που πήγαιναν Άγιο Στέφανο, Πλατύ Γυαλό, Ορνό και Άνω Μερά. Στις παραλίες πηγαίναμε με βαρκάκι. Ήταν πανέμορφα. Έμεινα εκεί για δέκα μέρες. Θυμάμαι πως είχα μαζί μου 900 δραχμές για να περάσω και μόλις φύγαμε μου είχαν περισέψει και 200 δραχμές! Το δίκλινο που μέναμε κόστιζε 20 δραχμές, το πρωινό με αυγά, καφέ και τσάι, 4 δραχμές. Αυτό που βρίσκαμε ακριβό, ήταν να κάνεις μπάνιο με ζεστό νερό. Θυμάμαι πως το πληρώναμε 5 δραχμές. Πέρασα φαταστικά αυτές τις εννέα μέρες. Πολύς κόσμος κοιμόταν τα βράδια στην παραλία, στις αυλές, ακόμα και στις ταράτσες των σπιτιών, τις οποίες νοίκιαζαν οι Μυκονιάτες όταν τα δωμάτια ήταν πλήρη. Εγώ έμενα σε ένα πολύ συμπαθητικό δωμάτιο. Βέβαια, το πρώτο βράδυ στη Μύκονο χάθηκα στα στενά και δεν μπορούσα να βρω το σπίτι. Κοιμήθηκα σε κάτι σκαλοπάτια. Μόλις ξύπνησα το πρωί, συνειδητοποίησα πως ήμουν στο σπίτι που είχαμε νοικιάσει».

“Πολύς κόσμος κοιμόταν τα βράδια στην παραλία, στις αυλές, ακόμα και στις ταράτσες των σπιτιών, τις οποίες νοίκιαζαν οι Μυκονιάτες όταν τα δωμάτια ήταν πλήρη”
«Στην ίδια παραλία που έκαναν γυμνισμό, υπήρχαν γριούλες οι οποίες πουλούσαν την μαναβική τους»
Η νυχτερινή διασκέδαση στην Μύκονο των 60’s δεν είχε καμία σχέση με το σήμερα, καθώς περιοριζόταν στις 9 Μούσες, το Remezzo, το White Mill και το Mykonos Bar. «Μάλιστα, στο Mykonos Bar, οι ντόπιοι μάθαιναν στους τουρίστες παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς. Το νησί εκείνη την εποχή ήταν παρθένο. Οι μόνιμοι κάτοικοι, ευγενέστατοι και αποδέχονταν τα πάντα. Σκέψου πως στην ίδια παραλία που έκαναν γυμνισμό, υπήρχαν ντόπιες γριούλες οι οποίες πουλούσαν την μαναβική τους. Δεν τις ένοιαζε που δίπλα τους ήταν γυμνοί άνθρωποι. Έβλεπες στο νησί άντρες ντυμένους με γυναικεία ρούχα να βολτάρουν στο νησί και ουδείς έδινε σημασία. Χαρακτηριστικά θυμάμαι ένα Μυκονιάτη, τον κύριο Αντώνη, να μαλώνει κάποιους άλλους που κορόϊδευαν τους gay. Τους έλεγε ‘’Μην τους κοροϊδεύετε, διότι εκείνοι μας έφεραν τον τουρισμό’’. Οι Μυκονιάτες ήταν ανοιχτόμυαλοι, κάτι που δεν συνέβαινε με κατοίκους άλλων νησιών στην Ελλάδα. Άλλο ένα μεγάλο πλεονέκτημα του νησιού ήταν πως στην Μύκονο δεν υπήρχε πλούσιος και φτωχός. Γίνονταν όλοι ένα. Από τη Μύκονο πέρασαν πρίγκιπες και βασιλείς. Θυμάμαι τον βαρώνο Κρούπ, τον άνθρωπο που ήταν πίσω από τα εξοπλιστικά συστήματα στον Γερμανικό Στρατό, να κάθεται μαζί με ντόπιους και άλλους θαμώνες που ήταν ξυπόλυτοι. Το dress code εκείνης της εποχής είχε ψηλόμεσα παντελόνια-καμπάνες, ανοιχτά πουκάμισα, με μεγάλα πέτα και κρεμασμένους σταυρούς. Οι δε χίπιδες, είχαν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής. Ζούσαν στις παραλίες με σκηνές, αλλά και επάνω σε ένα μεγάλο βράχο στην παραλία της Παράγκας, που ήταν στα δικά μας μάτια τα Μάταλα των Κυκλάδων. Σε αυτόν λοιπόν το βράχο, σήμερα έχει γίνει το club Scorpios», λέει γελώντας. To 1972 άνοιξε στην πλατεία της Αγίας Κυριακής το Pierro’s, ένα από τα πιο ιστορικά bar της Μυκόνου. Αρχικά το μπαρ είχε δυο ιδιοκτήτες, τον Ιαταλο-αμερικανό ζωγράφο Pierro Aversa και τον επιχειρηματία Ανδρέα Κουτσούκο. Ένα χρόνο ύστερα, ο Ανδρέας Κουτσούκος αγόρασε το ποσοστό του Aversa. «Στο Pierro’s γίνονταν τα ωραιότερα θεματικά παρτι. Ήταν ένα θρυλικό μαγαζί που το αγαπούσαν όλοι και λάτρευαν να πηγαίνουν, είτε ήταν gay είτε όχι. Ο Pierro ήταν φίλος μου και δύστυχώς είχε AIDS και έφυγε από τη ζωή το 1987, την ίδια χρονιά που έφυγε ο Αλέξανδρος Ιόλας, ο Andy Warhol και ο Βασίλης Κορκουμέλης», λέει με συγκίνηση.

“Στην Μύκονο δεν υπήρχε πλούσιος και φτωχός. Γίνονταν όλοι ένα”
Η boutique Billy Bo στο Ματογιάννι και ο λόγος που αγόρασαν σπίτι στο νησί
Ο Βασίλης Κουρκουμέλης συνεργάστηκε το 1974 με τον Μάκη Τσέλιο, ανοίγοντας μαζί ένα μαγαζί στην Αθήνα που το ονόμασαν Billy Bo. Ακολούθησαν και άλλα μαγαζιά σε Κολωνάκι, Κηφισιά, Θεσσανολίκη και Μύκονο. Η πρώτη φορά που ο Billy Βο επισκέφθηκε την Μύκονο ήταν το 1972, ύστερα από παρότρυνση του Μάκη Τσέλιου. «Ο Βασίλης μαγεύτηκε από το νησί. Το μαγαζί στη Μύκονο, το ανοίξαμε το 1978 και το κρατήσαμε μέχρι και το 1985. Ήταν το ωραιότερο και μεγαλύτερο μαγαζί στο Ματογιάννι. Εκεί σύχναζαν όλοι. Σκέψου ότι το βράδυ τα σκαλοπάτια του γέμιζαν από κόσμο. Από τον Valentino και τον Versace, μέχρι Gaultier και τον Thierry Mugler. Έρχονταν οι πάντες για να πιούν το ποτό τους εκεί και να δουν τον Βασίλη. Ο Βασίλης ήταν τόσο όμορφος, που τραβούσε τα βλέμματα όλων των ανθρώπων. Με το που έβγαινε έξω από το μαγαζί στα Ματογιάννια, σταματούσε ο κόσμος. Μέχρι στιγμής, δεν έχει υπάρξει ωραιότερο παιδί στη χώρα μας». Τον διακόπτω και του αναφέρω το όνομα του Σάκη Ρουβά. Παύση. «Ο Σάκης Ρουβάς είναι ένα πολύ ωραίο παιδί και τον συμπαθώ ιδιαίτερα, αλλά τον Billy Bo κανένας δεν τον έχει ακουμπήσει. Και πριν από τον Βασίλη, δεν είχαμε κάποιον τόσο όμορφο. Ο Βασίλης ήταν επιθυμητός από όλους και οι πόρτες του άνοιγαν διπαπλατα», ξεκαθαρίζει. Το 1980 το δίδυμο Τσέλιος-Billy Bo, αποφασίζει να αγοράσει το δικό του σπίτι στο νησί. «Μέναμε πίσω από το μαγαζί, αλλά κάποια στιγμή άρχισε να μας ενοχλεί ο θόρυβος που ακουγόταν από ένα εστιατόριο και κάπως έτσι ψάξαμε για ακίνητο και αγοράσαμε ένα σπίτι πάνω από το παλιό λιμάνι της Μυκόνου. Ακριβώς δίπλα, αγόρασε σπίτι και ένας φίλος μας, ο πρίγκιπας Καρλ Φιρστενμπεργκ. Θυμάμαι τότε, ο Βασίλης ήταν κάπως διστακτικός με την συγκεκριμένη αγορά, διότι θεωρούσε πως το σπίτι ήταν μακριά από την Χώρα. Ο κόσμος εκείνη την εποχή, αγόραζε ή νοίκιαζε σπίτια μέσα στην πόλη. Από την άλλη, εγώ θεωρούσα πως πρέπει κάπως να αποτραβηχτούμε ώστε να έχουμε ησυχία και καλύτερη θέα. Από το σπίτι μας στη Μύκονο είχαμε απεριόριστη θέα και βλέπαμε επτά νησιά». Το 1987 που ο Billy Bo έφυγε από τη ζωή, ο Μάκης Τσέλιος αγόρασε από την οικογένειά του αδικοχαμένου σχεδιαστή το μερίδιο του και κράτησε το σπίτι στην κατοχή του μέχρι και το 2016 που αποφάσισε να το πουλήσει στους αδελφούς Χατζηβασιλείου, ιδιοκτήτες της εταιρίες μαγιό και εσωρούχων MED. «Ο κύκλος του συγκεκριμένου σπιτιού είχε κλείσει. Με τους αδελφούς Χατζηβασιλείου είμαστε φίλοι. Ένα απόγευμα τους είχα καλέσει να πιούμε ένα ποτό και να δούμε το ηλιοβασίλεμα. Μάλιστα, τους είχα βρει να αγοράσουν ένα σπίτι που ήταν πολύ κοντά με το δικό μου, αλλά τελικά δεν έγινε η πώληση. Εκείνο λοιπόν το απόγευμα τόσο ο Χρήστος, όσο και ο Ευθύμης, μου είπαν πως αν κάποια στιγμή αποφασίσω να πουλήσω το σπίτι, να τους το πω διότι τους άρεσε. Τότε, αυθόρμητα τους είπα πως τους το δίνω και έτσι η συμφωνία της αγοραπωλησίας έκλεισε επιτόπου». Του λείπε άραγε το σπίτι; «Καθόλου. Με τους ανθρώπους δένομαι, όχι με τα σπίτια. Εξάλλου, ποτέ δεν έδωσα σημασία σε ότι έχει να κάνει με υλικά αγαθα, όπως σπίτια και αυτοκίνητα». Μολονότι πούλησε το σπίτι του, εξακολουθεί να επισκέπτεται τακτικά το νησί. «Το 2016 νοίκιασα ένα σπίτι με το χρόνο. Είναι ένα πολύ όμορφο σπίτι μέσα στη πόλη με θέα το λιμάνι. Την Μύκονο δεν την άφησα και δεν σκοπεύω να την αφήσω».
“Ο Σάκης Ρουβάς είναι ένα πολύ ωραίο παιδί και τον συμπαθώ ιδιαίτερα, αλλά τον Billy Bo κανένας δεν τον έχει ακουμπήσει”
Η επίδειξη μόδας με τον Billy Bo στο πέτρινο θεατράκι στη Λάκκα
Όπως μου εξηγεί, η Μύκονος αποτέλεσε ένα σημαντικό διαβατήριο για την καριέρα του. «Μαζί με την Μύκονο, είχαμε συνολικά πέντε μαγαζιά σε όλη την Ελλάδα. Η Μύκονος μου έδωσε μεγάλη δύναμη, ώστε να επεκταθούμε στο εξωτερικό, κάτι που έγινε καθώς ανοίξαμε μαγαζί στη Νέα Υόρκη. Η Μύκονος πάντα δίνει μια δύναμη σε όποιον την επισκέπτεται και έναν αέρα αναζωογόνησης. Σου δίνει απίστευτη ενέργεια και για έναν περίεργο λόγο δεν τη βαριέσαι ποτέ. Από το 1968 που την πρωτοεπισκέφθηκε μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 53 ολόκληρα χρόνια. Ποιά ήταν, άραγε, η πιο έντονη στιγμή που έχει ζήσει στο νησί; «Το πρώτο μας show που κάναμε το νησί, σε ένα θεατράκι το 1979. Ήταν ένα μικρό, σχετικά βρώμικο πέτρινο θεατράκι που στο εσωτερικό του έδεναν τα γαϊδούρια. Σκεφτήκαμε, όμως, να το κάνουμε εκεί, διότι ήταν απάνεμο και προστατευμένο. Το φτιάξαμε, το καθαρίσαμε, τοποθετήσαμε μαξιλάρια, τοποθετήσαμε 300 φαναράκια για όμορφο φωτισμό. Εκτώς των άλλων, φέραμε από την Αθήνα με φορτηγό ηχητική εγκατάσταση, αλλά και γεννήτρια για το φωτισμό. Για να μην στα πολυλογώ, όλα πήγαν περίφημα. Πέρασε όλο το νησί από το show. Θυμάμαι τον Γιώργο Βέλτσο, τον Άρη Τερζόπουλο, τον Pierro Aversa και πολλούς ακόμα φίλους που μας τίμησαν με την παρουσία τους. Το συγκεκριμένο θεατράκι βρίσκεται στη Λάκκα, εξακολουθεί να είναι πανέμορφο, ενώ γίνονται παραστάσεις. Μέχρι σήμερα έχω κάνει 120 επιδείξεις, ενώ με τον Βασίλη κάναμε μαζί ακόμα μια σε μια πισίνα στη Μύκονο το 1982. Ανάμεσα στους καλεσμένους μας ήταν ο ιταλός σχεδιαστής Gianfranco Ferre. Έχω δει το 70% των αλλαγών στην Μύκονο από τη δεκαετία του 50 μέχρι σήμερα. Το νησί ήταν άδειο. Πλέον γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω παντού σπίτια. Παλιά τα σπίτια ήταν μετρημένα στα δάχτυλα των χεριών. Η Μύκονος έχει προχωρήσει. Εξάλλου, δεν θα μπορούσε να μείνει πίσω. Μολονότι λίγα κομμάτια της έχουν μείνει όπως παλιά, η πόλη διατηρεί την αισθητική της. Αγαπώ το νησί, αλλά και τους κατοίκους του. Κι εκείνοι μ’αγαπούν και με εκτιμούν, διότι μόνο καλό έκανα στο νησί τους. Ένα νησί που έζησα όμορφα χρόνια και ωραία καλοκαίρια».