Βασιλική Μπακόγια: «Ο παππούς μου ήταν πάντα χαμογελαστός»
Έφτασε στη Μύκονο με μια βαλίτσα γεμάτη όνειρα, προκειμένου να εργαστεί στο Μεταλλείο του νησιού. Δούλεψε σκληρά και από το 1978 άνοιξε το δικό του καφενείο. Εκεί είδε να μεγαλώνουν τα παιδιά του, τα εγγόνια του και τα δισέγγονά του. Ο Δημήτρης Μπακόγιας, όντως ήταν ένας τυχερός άνθρωπος και η εγγονή του Βασιλική ξετυλίγει την ιστορία του στο Mykonos Post.
-
14.02.2022 Μαρίνος Βυθούλκας
Τα Χριστούγεννα είναι πάντα μια ευχάριστη γιορτή για μικρούς και μεγάλους, με τα πολύχρωμα λαμπιόνια, τα χριστουγεννιάτικα δέντρα, τους φωταγωγημένους δρόμους και τα κάθε λογής στολίδια, να έχουν την τιμητική τους. Ωστόσο τα Χριστούγεννα του 2021 ήταν τα πιο δύσκολα Χριστούγεννα για την οικογένεια Μπακόγια, καθώς στις 19 Δεκεμβρίου έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Μπακόγιας σε ηλικία 87 ετών. Ο Δημήτρης όλης της Μυκόνου, μιας και όταν κάποιος πήγαινε στο καφενείο του «Γυαλός» που βρίσκεται στον Γιαλό της Μυκόνου, δεν έλεγε ποτέ «Πάω στον Γυαλό», αλλά «Πάω στου Μπακόγια». Αυτή ήταν και εξακολουθεί να είναι η επιτυχία ενός καφενείου που σε ταξιδεύει σε μια άλλη εποχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου άνοιξε τις πόρτες του για πρώτη φορά.

«Ο παππούς μου είχε έρθει από τα Τρίκαλα στη Μύκονο για να δουλέψει στο Μεταλλείο»
Τη δεκαετία του 1970, η Μύκονος βρίσκεται στο απόγειό της, με διάσημους από όλο τον πλανήτη να καταφθάνουν στο νησί της ελευθερίας, της ανεμελιάς, προκειμένου να το εξερευνήσουν. Είναι μια δεκαετία-προάγγελος για όλα όσα θα επακολουθήσουν. Εκείνη την περίοδο, στο Μεταλλείο της Μυκόνου δεν εργάζονται μόνο ντόπιοι, αλλά αρκετοί άνθρωποι που έχουν έρθει από την επαρχία. Έτσι και ο Δημήτρης Μπακόγιας έχει έρθει στη Μύκονο για μια καλύτερη τύχη. Είναι νέος, γεμάτος όρεξη για δουλειά και έτοιμος να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. «Ο παππούς μου είχε έρθει από τα Τρίκαλα στη Μύκονο για να δουλέψει στο Μεταλλείο. Εκεί εργάστηκε για 18 ολόκληρα χρόνια. Κάποια στιγμή, ως εργαζόμενος στο Μεταλλείο, αποφάσισε να ανοίξει ένα καφενεδάκι. Εξάλλου, ήταν συμπέθεροι με τον κύριο που είχε το εστιατόριο στον Γιαλό και όταν εκείνος του είπε ότι θα το κλείσει, ο παππούς μου αποφάσισε να πάρει την επιχείρηση και να κάνει το καφενείο», εξομολογείται στο Mykonos Post η εγγονή του Δημήτρη Μπακόγια, Βασιλική. Το 1978, ο «Γυαλός» του Δημήτρη Μπακόγια ανοίγει. Πρόκειται για ένα παραδοσιακό καφενείο με λίγους, αλλά πεντανόστιμους μεζέδες, ντόπιες λιχουδιές και εκλεκτούς μεζέδες. Καθώς εκείνος εργάζεται ακόμα στο Μεταλλείο, στο μαγαζί βοηθάει η γυναίκα του και μετέπειτα τα παιδιά του. «Βοηθούσε όλη η οικογένεια. Από την αρχή, μέχρι και σήμερα που μιλάμε όλοι μας εργαστήκαμε και εξακολουθούμε να εργαζόμαστε στο μαγαζί», συμπληρώνει η Βασιλική.


“Ο παππούς έχει καταγωγή από τα Τρίκαλα και πήγε στη Μύκονο για να πιάσει δουλειά στο Μεταλλείο. Ύστερα, όμως, από τόσα χρόνια, το νησί τον αγάπησε πολύ. Ακόμα και λίγο καιρό πριν φύγει από τη ζωή, κατέβαινε τα βράδια και καθόταν με τους φίλους του στο μαγαζί”.
«Θυμάμαι πάντα το καφενείο να είναι γεμάτο από κόσμο»
Μολονότι δεν ήταν Μυκονιάτης, οι ντόπιοι τον αγάπησαν και τον αισθάνονταν δικό τους άνθρωπο. «Ο παππούς έχει καταγωγή από τα Τρίκαλα και πήγε στη Μύκονο για να πιάσει δουλειά στο Μεταλλείο. Ύστερα, όμως, από τόσα χρόνια, το νησί τον αγάπησε πολύ. Ακόμα και λίγο καιρό πριν φύγει από τη ζωή, κατέβαινε τα βράδια και καθόταν με τους φίλους του στο μαγαζί. Ήταν ένας ιδιαίτερα ανοιχτός και καλόκαρδος άνθρωπος», λέει με συγκίνηση η Βασιλική Μπακόγια στο Mykonos Post. Η Βασιλική γεννήθηκε το 1979 και από τότε που θυμάται τον εαυτό της, έχει άπειρες εικόνες από το καφενείο του παππού. «Το καφενείο άνοιξε το 1978 και εγώ γεννήθηκα την επόμενη χρονιά. Όλη μου η παιδική ηλικία ήταν μέσα στο καφενείο του παππού. Σχόλαγα από το σχολείο και πήγαινα κατευθείαν εκεί. Το καφενείο ήταν ανοιχτό χειμώνα καλοκαίρι και όλοι οι ντόπιοι κατέβαιναν για καφέ, ειδικά αν ο καιρός ήταν καλός. Για να είμαι ειλικρινής, θυμάμαι πάντα το καφενείο να είναι γεμάτο από κόσμο, όλοι οι φίλοι να μιλάνε μεταξύ τους και στα λιγοστά τραπεζάκια να κάθονται παρέα ξένοι, αλλά και Μυκονιάτες. Όλοι τους ήταν μια παρέα», περιγράφει στο Mykonos Post η Βασιλική Μπακόγια.


Ο Δημήτρης Μπακόγιας ήταν ο Δήμήτρης όλης της Μυκόνου, μιας και όταν κάποιος πήγαινε στο καφενείο του «Γυαλός» που βρίσκεται στον Γιαλό της Μυκόνου, δεν έλεγε ποτέ «Πάω στον Γυαλό», αλλά «Πάω στου Μπακόγια»
«Το καφενείο μας έγινε ένα στέκι και έχει τους δικούς του ανθρώπους που το αγαπούν και το επισκέπτονται»
Ο Μπακόγιας δεν είναι απλά ένα μαγαζί. Είναι οι άνθρωποι που το δημιούργησαν, η φιλοξενία, η απλότητά του και φυσικά οι λίγοι, αλλά εκλεκτοί μεζέδες που προσφέρει. «Όταν ο παππούς μου άνοιξε το μαγαζί, υπήρχαν ελάχιστα μέρη για να πάρεις το πρωινό σου. Εμείς, είχαμε φρέσκα αυγά, γιαούρτι, μεζεδάκια και παραδοσιακές λιχουδιές, όπως τυροβολιά και λούζα για να συνοδέψεις το ουζάκι σου. Αυτό αγάπησαν σε μας. Ένα ζευγάρι αμερικανών, ήρθε πριν λίγο καιρό και έκατσε στο ίδιο τραπέζι και παρήγγειλε τους ίδιους μεζέδες που είχε πάρει πριν από πέντε χρόνια. Μάλιστα έβγαλαν μια φωτογραφία και μου έδειξαν μια αντίστοιχη που είχαν βγάλει στο μαγαζί πριν από πέντε χρόνια. Πάλι στο ίδιο τραπέζι με τους ίδιους μεζέδες», περιγράφει η Βασιλική. Και μολονότι, όσο περνούσαν τα χρόνια, οι τιμές στο νησί των ανέμων ανέβαιναν, στο καφενείο του Μπακόγια ο κατάλογος ήταν και παραμένει για όλα τα βαλάντια, κάτι που δεν εκτιμούν μόνο οι ξένοι και οι Έλληνες τουρίστες, αλλά και οι ντόπιοι. «Ακόμα και σήμερα, προσπαθούμε να διατηρούμε τις τιμές μας σε λογικά επίπεδα», συμπληρώνει η Βασιλική. Αναρωτιέμαι, αν με την πάροδο των ετών, το άνοιγμα και άλλων μαγαζιών στον Γιαλό, επηρέασε την πελατεία τους. «Το καφενείο μας έγινε ένα στέκι και έχει τους δικούς του ανθρώπους που το αγαπούν και το επισκέπτονται. Υπάρχουν τουρίστες από το εξωτερικό που εδώ και τριάντα χρόνια έρχονται στο μαγαζί μας. Όταν επισκέπτονται τη Μύκονο, πάντα θα έρθουν σε μας. Και αυτό ήταν κάτι που ο παππούς μου το εκτιμούσε ιδιαίτερα. Και το πέρασε και σε μας: Ποτέ να μην αντιμετωπίζουμε τους ξένους σαν πελάτες, αλλά σαν φίλους. Να τους υποδεχόμαστε με χαρά, να τους κερνάμε και να τους κάνουμε να νιώθουν άνετα. Τον περασμένο Δεκέμβριο που πέθανε ο παππούς, λάβαμε πολλά μηνύματα αγάπης και συμπαράστασης από τους ανθρώπους που έρχονται εδώ. Ακόμα και από το εξωτερικό», λέει με συγκίνηση η Βασιλική.

“Ο παππούς μου βοηθούσε όλο τον κόσμο. Ήταν πάντα χαμογελαστός και ήθελε να κερνάει τους ανθρώπους. Ήταν τυχερός άνθρωπος. Έκανε δυο κόρες και ένα γιο. Είδε να μεγαλώνουν τα παιδιά και τα δισέγγονά του”.
«Η Μύκονος είναι ακριβή και δεν θυμίζει το νησί που μεγάλωσα»
Η Βασιλική Μπακόγια μεγάλωσε στη Μύκονο και δεν έφυγε ποτέ από το νησί. Ποιές είναι οι αλλαγές που βλέπει στη Μύκονο του 2022 σε σχέση με τη Μύκονο των παιδικών της χρόνων; «Η Μύκονος έχει πάρει μια άλλη πορεία. Δεν είναι αυτό που ξέραμε. Έχει αλλάξει. Και ο κόσμος, βέβαια, έχει αλλάξει. Η Μύκονος είναι ακριβή και δεν θυμίζει το νησί που μεγάλωσα. Εμείς, από την άλλη, προσπαθούμε να διατηρούμε την παράδοση και να έχουμε λογικές τιμές, ώστε να βγάζουμε τα έξοδά μας καθώς είμαστε με ενοίκιο», λέει με ειλικρίνεια. Ο Δημήτρης Μπακόγιας δεν είχε καταγωγή από τη Μύκονο, αλλά στην ουσία ήταν Μυκονιάτης. Εκεί μεγάλωσαν τα παιδιά του, τα εγγόνια του, αλλά και τα δισέγγονά του. Ο Δημήτρης Μπακόγιας ήταν ένας τυχερός άνθρωπος, καθώς ήταν περιτριγυρισμένος από την αγάπη και την θαλπωρή της οικογένειάς του. Αυτή η μεγάλη και αγαπημένη οικογένεια, εξακολουθεί να τρέχει το καφενείο του Μπακόγια. Η Βασιλική, μαζί με την μητέρα της, αλλά και τον σύζυγό της είναι εκεί και με χαμόγελο υποδέχονται τους επισκέπτες, αλλά και τους Μυκονιάτες που έχουν κάνει τον Μπακόγια δεύτερο σπίτι τους. «Ο παππούς μου βοηθούσε όλο τον κόσμο. Ήταν πάντα χαμογελαστός και ήθελε να κερνάει τους ανθρώπους. Ήταν τυχερός άνθρωπος. Έκανε δυο κόρες και ένα γιο. Είδε να μεγαλώνουν τα παιδιά και τα δισέγγονά του. Εγώ είμαι η κόρη της Ασημίνας, της μεγάλης του κόρης και έχω ένα αγοράκι που του έδωσα το όνομα του παππού μου. Τον λένε Δημήτρη και είναι δεκατριών ετών». Όση ώρα μιλάω με τη Βασιλική, συνειδητοποιώ για ακόμα μια φορά την ανεκτίμητη αξία που έχει μια δεμένη και αγαπημένη οικογένεια. Και η οικογένεια Μπακόγια ήταν μια γροθιά. Μια ομάδα που ο ένας βοηθούσε τον άλλο. Και με αυτόν το τρόπο σκοπεύει να συνεχίσει.